Ξαφνικά, και με έκπληξη, συνειδητοποίησα ότι τις περισσότερες παρανομίες της ζωής μου τις έχω διαπράξει μέσα στο αυτοκίνητο. Τολμώ να πω, σχεδόν όλες. (Μόνο πού και πού διεισδύουν μέσα στο αεροπορικό μου βαλιτσάκι αντικείμενα σε συσκευασίες μεγαλύτερες των 100 ml) Διαβάζοντας τις ανανεωμένες εξαγγελίες του ΚΟΚ, συνειδητοποίησα ότι είμαι άτομο επικίνδυνο και ότι ως τώρα την έχω γλιτώσει φτηνά, σκανδαλωδώς φτηνά, με μερικές κλήσεις για αντικανονική στάθμευση – γιατί όχι, οι διαβάσεις των πεζών και ποδηλατιστών δεν φαίνονται μέσα στη νύχτα.

Διαβάζοντας τις ανανεωμένες εξαγγελίες του ΚΟΚ ήταν σαν να διαβάζω το βιβλίο της ζωής μου – της ζωής μου εν κινήσει, της ζωής μου, όπως προκύπτει, στη δίνη της παρανομίας. Ο κατάλογος των προβλεπόμενων παραβάσεων είναι σαν εκείνες τις λίστες που τσεκάρουν οι μελλοθάνατοι για να δουν τι δεν έχουν κάνει ακόμα στη ζωή τους. Εγώ, τσεκ παντού. Και τι δεν έχω κάνει, εγώ, πίσω από το τιμόνι μου: έχω πιει ωκεανούς καφέδες· έχω καταναλώσει όλων των ειδών και υφών γεύματα· έχω μιλήσει στο κινητό μου για θέματα που κυμαίνονταν από το στιγμιαίο, πρακτικό και καθημερινό μέχρι το καίριο, υπαρξιακό, καθοριστικό, συγκλονιστικό· έχω ανταλλάξει με διπλανούς συνοδηγούς όλη την ποικιλία των βλεμμάτων, χειρονομιών, φράσεων – μούντζες, χαμόγελα, ύβρεις και φλερτ, κεράσματα, μπουκαλάκια νερό, υψωμένο μεσαίο δάχτυλο, οδικές πληροφορίες (συνήθως ανακριβείς)· έχω ντυθεί, βαφτεί και ξεβαφτεί, τσακωθεί και συμφιλιωθεί, ταΐσει και ποτίσει ενήλικες, ανήλικες και ζώα, μεταφέρει ψυγεία, κλουβιά, καλάθια, νεογέννητα μωρά και οργισμένους εφήβους· έχω προλάβει το πρωινό σχολικό περνώντας διάβαση με πορτοκαλί, και νυχτερινά φεριμπότ εκλιπαρώντας με έντονα σεξιστικό ύφος λιμενικούς· έχω κοιμηθεί δίπλα σε γραμμές τρένου χωρίς να ξέρω ότι δίπλα ήσαν οι γραμμές του τρένου και έχω ξυπνήσει νομίζοντας ότι ο σβέρκος μου ποτέ πια δεν θα στεκόταν όρθιος.

Δεν είναι ότι τα περισσότερα από αυτά τα απολάμβανα, ή τα ήθελα. Είναι ότι η ζωή μου, η ζωή των περισσότερων από εμάς, δεν σταματά όταν ανοίγουμε την πόρτα του αυτοκινήτου μας και μπαίνουμε μέσα: συνεχίζει να εκτυλίσσεται μέσα σ’ αυτές τις κινούμενες παρενθέσεις που αποκαλούμε διαδρομές από, και προς, κάπου. Στην πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου παρενθέσεις: γιατί πόσοι από μας δεν έχουμε ανεξίτηλες αναμνήσεις από διαδρομές που φαινομενικά δεν σήμαιναν τίποτα; Κι όμως: κρατάω μέσα μου εικόνες και ήχους από νυχτερινούς δρόμους με κάποιο αγαπημένο τραγούδι στο ραδιόφωνο, αγουροξυπνημένα πρωινά με παιδικές φωνές στο πίσω κάθισμα, αστικά κι επαρχιακά τοπία (όμορφα, άσχημα) που πέρασαν από μπροστά μου σαν αστραπές. Οδηγούμε με τον νου μας να προλάβουμε, να βρούμε να παρκάρουμε, να φτάσουμε σε ό,τι μας περιμένει, χωρίς να συνειδητοποιούμε πόσα γίνονται προτού σβήσουμε τη μηχανή: πόσο συχνά φτάνουμε κάπου αλλού, προτού φτάσουμε στον προορισμό μας. Τις φορές που, περιμένοντας στο φανάρι, ξαφνικά κάτι σκεφτήκαμε, κάτι σημαδιακό για τη ζωή μας· τις φορές που, αλλάζοντας απότομα ταχύτητα, πήραμε εκείνη τη μεγάλη απόφαση.

Ναι, είμαι ένοχη για σχεδόν όλα όσα ο ΚΟΚ μάς απαγορεύει: καφέδες και κινητό, βαριά ρούχα, μπουφάν και αδιάβροχα, παλτά και γούνες (ψεύτικες). Σαγιονάρες. Και γόβες.

Ο νόμος σοφά το όρισε, όπως πάντα. Ναι, είναι αλήθεια ότι οι σαγιονάρες είναι επικίνδυνες – έτσι κι αλλιώς τα πεντάλ με γυμνά πόδια είναι πιο ευχάριστα. Και ναι, είναι αλήθεια ότι το οδήγημα με ψηλοτάκουνες γόβες απαιτεί μια μαεστρία εφάμιλλη, αν όχι ανώτερη, του να λικνίζεσαι, ας πούμε, δήθεν χαλαρή κι αδιάφορη, σε κατηφορικό γλιστερό πεζοδρόμιο τα σαββατόβραδα – και είναι εξίσου επικίνδυνο. Ομως η ψηλοτάκουνη γόβα ενέχει και έναν άλλο τεράστιο κίνδυνο, από τον οποίο επίσης πολύ σοφά ο νόμος μάς προφυλάσσει: τις ερωτικές περιπτύξεις. Είναι σχεδόν νομοτελειακή η σχέση γόβας και περιπτύξεων, σχεδόν εξίσου αυτονόητη όσο ένα φανάρι που ανάβει πράσινο για να προχωρήσουμε προς τα εκεί όπου θέλουμε, φανερά ή κρυφά, να πάμε.

Μπουφάν και γούνες, καφές και τσιγάρα, κινητά και φάσκελα. Τσεκ. Και γόβες, ναι. Με ευπρέπεια βέβαια, με ευπρέπεια.