Οσοι το ζήσαμε το ξέρουμε, όσοι δεν το έζησαν είναι εύκολο να φανταστούν την ατμόσφαιρα, δύσκολο όμως να συντονιστούν με το συναίσθημα εκείνων των ημερών. Καλοκαίρι 1974, το πιο δραματικό και το πιο αντιφατικό καλοκαίρι στη Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Ξεκίνησε με Χούντα, τελείωσε με Δημοκρατία και μεσολάβησαν μια εισβολή, ένας πόλεμος και εκείνες οι συναρπαστικές ημέρες της μεταπολίτευσης με τον κόσμο στους δρόμους, τους πολιτικούς κρατούμενους να απελευθερώνονται, τους εξόριστους να γυρίζουν από τα διαβολονήσια. Και κάπως έτσι, φτάσαμε στις 3 του Σεπτέμβρη.
Ημουν τότε σε ηλικία που δεν είχα τις γνώσεις και την εμπειρία να αποκωδικοποιήσω τις πολιτικές εξελίξεις, που ήταν άλλωστε και καταιγιστικές. Κι ίσως γι’ αυτό εισέπραττα πιο ξεκάθαρα τον αντίκτυπό τους. Το πώς «έγραφαν» δηλαδή στη συνείδηση του κόσμου, τις εντυπώσεις που δημιουργούσαν. Δεν ήξερα λοιπόν ούτε από Συνέδρια ούτε από Διακηρύξεις. Αυτό που ήξερα είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε επιστρέψει στην Ελλάδα σαν σταρ. Η φωτογραφία του, καθώς κατέβαινε από το αεροπλάνο, μοιραζόταν με την αντίστοιχη του Κωνσταντίνου Καραμανλή το cover story της Μεταπολίτευσης. Ο λόγος; Για εμένα αδιευκρίνιστος, ήταν όμως σαφές ότι το «καινούργιο» στην πολιτική φορούσε ζιβάγκο – για να το πω σημειολογικά.
Στις 3 Σεπτεμβρίου ανακοινώθηκε η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Η ημερομηνία είχε ήδη τραγουδηθεί. Ηταν στο πρώτο «Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στο κομμάτι που αναφερόταν στο πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας. Στη σκηνή του «Αθήναιον», φουστανελάδες με πανό που έγραφαν «Αντιπρόσωποι του λαού στο παλάτι», «Φωνή λαού, οργή Θεού» και μπροστά – μπροστά ένα με την ιστορική ημερομηνία «3 Σεπτεμβρίου 1843». Ανάμεσά τους ξεπρόβαλλε ο Νίκος Ξυλούρης (έχω την εντύπωση ότι αυτή ήταν και η φωτογραφία του εξωφύλλου του δίσκου) που διέσχιζε την «πασαρέλα» η οποία διέτρεχε την πλατεία, τραγουδώντας σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου: «Τρεις του Σεπτέμβρη, μανάδες, γέροι και παιδιά / στα παραθύρι βγείτε και θωρείτε / τι φέρνουνε στον βασιλιά, βαθιά γραμμένο στα χαρτιά / τρεις του Σεπτέμβρη, μανάδες, γέροι και παιδιά […] Ηταν στρατιώτες, καπεταναίοι, λαϊκοί / όρκο σταυρώσαν πάνω στο σπαθί τους / η λευτεριά να μη χαθεί, όρκο σταυρώσαν στο σπαθί / καπεταναίοι, στρατιώτες, λαϊκοί…». Η μεγάλη επιτυχία της παράστασης είχε ήδη κάνει το τραγούδι σουξέ. Βέβαια, τα επίσημα μουσικά διαπιστευτήριά του ήταν το Πνευματικό Εμβατήριο του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση του Αγγελου Σικελιανού.
Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες
Ο άτυπος ύμνος του, ωστόσο, ήταν το «Καλημέρα ήλιε» σε μουσική και στίχους Μάνου Λοΐζου που τραγουδούσε ο Κώστας Σμοκοβίτης στο LP με τον ίδιο τίτλο που είχε κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν πέσει η χούντα, τον Απρίλιο του 1973. Ταμάμ με τον ήλιο στο σήμα του νέου, τότε, κόμματος αν και ο συνθέτης είχε γράψει το τραγούδι για την κόρη του που ήταν ακόμη μωρό («…για της Μυρσίνης την ποδιά μια Παναγιά»).
Υστερα από τρία χρόνια, στις εκλογές του 1977, το «μωρό» ακόμη ΠΑΣΟΚ διεκδικούσε πλέον τη δεύτερη θέση στη Βουλή. Χρειαζόταν λοιπόν πιο «σκληρό ροκ». Και γράφτηκε ο «κανονικός» ύμνος. (Ναι, γράφονταν τότε κομματικοί ύμνοι διότι γίνονταν μεγάλες κομματικές συγκεντρώσεις.) Σε μουσική και στίχους του Χρίστου Μαρκόπουλου, ο Γιάννης Θωμόπουλος τραγουδούσε «Ο ήλιος ο πράσινος / ο ήλιος π’ ανατέλλει / μας οδηγεί εμπρός στον αγώνα / για μια Ελλάδα λεύτερη σοσιαλιστική». Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι αυτός ο ύμνος δεν φτούρησε. Ηταν πολύ παιάνας, πολύ σκληροπυρηνικός, πολύ «σηκωμένη» γροθιά για το «άνοιγμα» που ήθελαν τότε στο Κίνημα.
Ετσι, στις εκλογές του 1981, εκείνες που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, η μουσική υπόκρουση ήταν το ραντεβού με την Ιστορία που υπόφωσκε στο «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες / τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς» που τραγουδούσε ο Αντώνης Καλογιάννης – με σιγόντο την Aλκηστη Πρωτοψάλτη – σε μουσική Ηλία Ανδριόπουλου και στίχους Μάνου Ελευθερίου. Και ταύτιζε πλαγίως τον Παπανδρέου με τον Μακρυγιάννη για τον οποίον και είχε γραφτεί.
Και μετά το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση. Ο «επίσημος ύμνος» του ήταν τα θριαμβευτικά Κάρμινα Μπουράνα. Και ο άτυπος, το «Ιστορία μου, αμαρτία μου», που τραγουδούσε η Ρίτα Σακελλαρίου. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία.