Του Χρήστου Χρηστίδη
Η σημερινή μας διακήρυξη αποτελεί την πυξίδα
που θα καθοδηγεί την πορεία μας
προς μια νέα αναγεννημένη, ανθρώπινη,
σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα,
μια Ελλάδα που να ανήκει στους Ελληνες
[Διακήρυξη 3ης Σεπτεμβρίου]
Η επιστροφή του Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας συνιστά το πρώτο βήμα για τη δημιουργία του ΠΑΣΟΚ, ενός νέου πολιτικού φορέα – ενός κινήματος όπως το χαρακτήριζε ο ίδιος – ριζοσπαστικού προσανατολισμού, που επρόκειτο να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή της χώρας τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, ο Παπανδρέου θα διακηρύξει ένα πλαίσιο προγραμματικών αρχών που θα διέπουν τον νέο σχηματισμό, υπογραμμίζοντας τα πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία που το διέκριναν πλήρως από το προδικτατορικό Κέντρο και τα άλλα αστικά κόμματα.
Εμπνεόμενος από τις ιδιαίτερα δημοφιλείς εκείνη την περίοδο θεωρίες της εξάρτησης, ο Παπανδρέου υπογράμμιζε την ανάγκη εξασφάλισης της Εθνικής Ανεξαρτησίας ως προαπαιτούμενο για την εμπέδωση της πραγματικής δημοκρατίας, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Βασικός στόχος του Κινήματος είναι η δημιουργία πολιτείας απαλλαγμένης από ξένο έλεγχο ή επιρροή της οικονομικής ολιγαρχίας, πολιτείας ταγμένης στην προστασία του έθνους και στην υπηρεσία του λαού». Αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί, σύμφωνα με τον Παπανδρέου, μόνο μέσα από την αποδέσμευση της χώρας από το ΝΑΤΟ, και την ακύρωση των διμερών συμφωνιών με τις ΗΠΑ, που θα έδιναν τη δυνατότητα να χαραχθούν πολιτικές με γνώμονα το συμφέρον του λαού.
Ετσι, μέσω της ιδρυτικής διακήρυξης της 3ης του Σεπτέμβρη, ο αρχηγός του ΠΑΚ και πλέον του ΠΑΣΟΚ, κατέγραφε το αντι-δεξιό ριζοσπαστικό πολιτικό του στίγμα θέτοντας παράλληλα τις βάσεις για τη διάδοση του μηνύματός του στην κοινωνία. Ενός μηνύματος, που είχε ως στρατηγικό πλαίσιο αναφοράς το τετράπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση – Δημοκρατική Διαδικασία».
Η επιλογή του να μην προχωρήσει στη δημιουργία ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, στα πρότυπα των ανάλογων σχημάτων της Δυτικής Ευρώπης που παρέμεναν ιδιαίτερα ισχυρά στη δεκαετία του ’70, συνιστά μία ακόμη εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πτυχή που χρήζει ερμηνείας. Πράγματι, ο Ανδρέας Παπανδρέου θα μπορούσε ίσως να επιχειρήσει να ιδρύσει ένα σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού κόμμα, που συνεπικουρούμενο από την προσωπική του ακτινοβολία θα επιτύγχανε σύντομα να επισκιάσει τους υπόλοιπους διεκδικητές της πολιτικής κληρονομιάς του πατέρα του.
Παρά ταύτα, δεν το έπραξε. Αντιθέτως επέλεξε χάραξη μιας ριζοσπαστικής πολιτικής γραμμής κάθετης αντιπαράθεσης με τον βασικό του αντίπαλο που δεν ήταν άλλος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αναγνωρίζοντας ότι αυτή ήταν η μόνη οδός που θα μπορούσε μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει στην κατάληψη της εξουσίας. Πράγματι, η υιοθέτηση μιας σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας, προϋπέθετε μετριοπαθή λόγο και διάθεση συναίνεσης – τουλάχιστον σε μείζονα ζητήματα. Κάτι τέτοιο όμως στην ουσία θα έθετε το ΠΑΣΟΚ στη σκιά των υπολοίπων αστικών κομμάτων, που ήδη είχαν διαμορφώσει αυτό το πλαίσιο συναντίληψης. Με άλλα λόγια, με δεδομένο ότι ο Καραμανλής είχε ήδη επιλέξει έναν δρόμο μετριοπάθειας, που θεωρούσε ως προϋπόθεση για την οικοδόμηση μιας δημοκρατίας σε σταθερές βάσεις, τα περιθώρια του Παπανδρέου σε αυτή την κατεύθυνση ήταν περιορισμένα: για να διαμορφώσει διακριτή πολιτική ταυτότητα κόμματος εξουσίας, όφειλε να επιλέξει την πόλωση. Αυτό και έπραξε, ήδη από την 3η Σεπτεμβρίου 1974.
Ο Χρήστος Χρηστίδης είναι διδάκτορας Ιστορίας του ΕΚΠΑ και εργάζεται στο Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων