Στην ταινία του Θεόδωρου Μαραγκού «Μάθε, παιδί μου, γράμματα» το παλιό σπίτι του συντηρητικού γυμνασιάρχη Περικλή τρίζει και έχει πάρει μία ελαφρά κλίση. Ο μεγάλος του γιος, το καμάρι του, ο σγουρομάλλης Δημοσθένης επιστρέφει από το εξωτερικό έπειτα από μακροχρόνιες σπουδές. Απανωτές διαψεύσεις χτυπούν αλύπητα τον Περικλή: ο Δημοσθένης γυρίζει φαλακρός, και, ενώ διακρίθηκε για τις μελέτες του στη μεταλλειολογία, αδυνατεί να βρει δουλειά και παίζει τάβλι στην πλατεία του χωριού μαζί με τον αδελφό του, τον Σωκράτη. Ο Σωκράτης, το «μίασμα» της οικογένειας, όπως τον αποκαλεί ο πατέρας του, τραυλίζει, διαβάζει πορνοπεριοδικά, φοράει παπούτσια με τακούνια, κόκκινο πουκάμισο και παντελόνι τζιν και τριγυρίζει όλη μέρα στο χωριό με ένα κασετόφωνο στο χέρι που παίζει τραγούδια των Boney Μ. Με τούτα και με τ’ άλλα προσπαθεί να συγκινήσει τη συμμαθήτριά του τη Χρυσάνθη με την οποία είναι ερωτευμένος.

Η τελετή των αποκαλυπτηρίων ενός μνημείου για τα θύματα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου γίνεται αφορμή εσωτερικής σύγκρουσης, καθώς παλιές, θαμμένες ιστορίες βγαίνουν στην επιφάνεια. Αφορμή, η απουσία από τον κατάλογο των θυμάτων του ονόματος του Χρήστου Καναβού, παππού της Χρυσάνθης, αντιστασιακού, μέλους του ΕΑΜ. Ως κομμουνιστής καταχωρίστηκε αυτόματα στους εχθρούς της πατρίδας και αποκλείστηκε από τη μνημόνευση. Ο Περικλής, αρχαιολάτρης και εθνικόφρων, στρέφεται εναντίον της Χρυσάνθης και του πατέρα της για να βρει απέναντί του όχι μόνο τους γιους του που στέκουν αλληλέγγυοι στη Χρυσάνθη, αλλά και την ίδια τη σύζυγό του, την καθηγήτρια Ελπίδα, η οποία δειλά στην αρχή, αλλά αποφασιστικότερα στη συνέχεια παίρνει το μέρος των νέων ανθρώπων. Συμμερίζεται τις αγωνίες τους για τα κρίσιμα ζητήματα που τους απασχολούν, την ποιότητα και τη χρησιμότητα της εκπαίδευσης, τις δυσκολίες επαγγελματικής απορρόφησης και το περιεχόμενο της ιστορίας που διδάσκονται στο σχολείο. Η επίσημη ιστορική αφήγηση έχει κενά, διαστρεβλώσεις, αποσιωπήσεις. Τα ερωτήματα των μαθητών είναι αμείλικτα: Ποιος είναι πατριώτης; Εκείνος που συνεργάστηκε ή εκείνος που αντιστάθηκε στους Γερμανούς;

Ο έρωτας και η καταφανώς ανειλικρινής στάση του πατέρα, απελευθερώνουν τον Σωκράτη. Οργανώνει αντι-μνημόσυνο για τον παππού της Χρυσάνθης και διατρανώνει την απαίτησή του: «Τώρα θ’ ακούσετε και τη δική μου φωνή. Εδώ έπεσε ο Καναβός για την πατρίδα». Η επινόηση του εαυτού έχει ξεκινήσει με την απόρριψη των αυστηρών επιταγών του πατέρα για το ντύσιμο, συνεχίζεται με την αντίσταση στην επιβεβλημένη συμπεριφορά και ολοκληρώνεται με τη μαχητική οριοθέτηση της ιδεολογικής τοποθέτησης, την επιλογή της αισθητικής ύπαρξης και την περιχαράκωση της επικράτειας του νέου εαυτού: δεν θα υποκύψει στην πατρική εξουσία, θα διεκδικήσει το δικαίωμα να ντύνεται όπως επιθυμεί, να αγαπάει όποιον θέλει και να διατυπώσει την αλήθεια για ό,τι έγινε στο παρελθόν, όπως ο ίδιος την αντιλαμβάνεται.

Ετσι ξεπερνά και το τραύλισμα. Οχι εντελώς, αλλά το παλεύει. Αρθρώνει τον λόγο του με παρρησία.

Η ταινία ακροβατεί ανάμεσα στον πόθο για την αλλαγή και την προσκόλληση στο παρελθόν. Εικονογραφεί εξαιρετικά τους τριγμούς της Μεταπολίτευσης στη μικροκλίμακα της ελληνικής επαρχίας. Βγήκε στις οθόνες το 1981. Την ίδια χρονιά το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές και την επόμενη αναγνώρισε την Εθνική Αντίσταση. Εάν η πολιτική του σοσιαλιστικού κόμματος που κυβέρνησε σχεδόν ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 τη χώρα επέφερε κάποιες σημαίνουσες ρήξεις στην αισθητική της ύπαρξης, αυτές επικεντρώνονται κατά τη γνώμη μου στον εκδημοκρατισμό του θεσμικού πλαισίου για το οικογενειακό δίκαιο, τα δικαιώματα των γυναικών, την ισχυροποίηση της μεσαίας τάξης, την είσοδο στο προσκήνιο αποκλεισμένων ή αφανών κοινωνικών κατηγοριών και την καλλιέργεια ενός διευρυμένου πολιτισμικού μοντέλου που επέτρεπε την ανοδική κινητικότητα με όχημα τη συμμετοχή στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση. Οι αιτιάσεις για λαϊκισμό, διαφθορά και κιτς αισθητική είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Το πρότυπο της εξουσίας αλλοιώθηκε, οι κάθετες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε διοικούντες και διοικούμενους δεν ήταν πλέον αδιαπέραστες.

Αν και ο Δημοσθένης θα μπορούσε θεωρητικά να εκπροσωπεί τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό στην κινηματογραφική αφήγηση, τελικά κερδίζει στα σημεία ο Σωκράτης. Ο περιφρονημένος, απαξιωμένος γιος που διέψευσε κατάφωρα τις πατρικές προσδοκίες, είναι εκείνος που κάνει την υπέρβαση. Σε αυτή ακριβώς τη διάνοιξη του πεδίου εναλλακτικής – απέναντι στις κοινωνικές επιταγές – θεώρησης του εαυτού έγκειται η ουσιώδης αισθητική αλλαγή. Να σκεφτείς και να οργανώσεις τη ζωή σου διαφορετικά, να μορφωθείς, να διεκδικήσεις μια καλύτερη δουλειά, να ταξιδέψεις, να απολαύσεις αγαθά που προορίζονταν μόνο για λίγους, να μιλήσεις ελεύθερα για το παρελθόν, να επιλέξεις τις προσωπικές σου σχέσεις, να μην αισθάνεσαι και να μην αντιμετωπίζεσαι ως «μίασμα» και κοινωνικά απόβλητος, εάν δεν υποτάσσεσαι στην επικρατούσα μέχρι τότε ιδεολογία.

Η Ελπίδα, η συνετή καθηγήτρια που δεν αγαπά τις αντιδικίες, αλλά δεν μπορεί και να μείνει απαθής μπροστά στην αδικία, θα μπορούσε να χαράξει τον δρόμο της ήπιας προσαρμογής στα νέα δεδομένα της κουλτούρας της Μεταπολίτευσης.

Αλλά η ιστορία γράφεται κυρίως με ανατροπές και όχι με προσαρμογές.

Η Συραγώ Τσιάρα είναι ιστορικός της τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης.