Στη συλλογική μας μνήμη όπως αναδεικνύεται από τις διάφορες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων Μεταπολίτευσης, το κόμμα που σφράγισε την περίοδο ήταν το ΠΑΣΟΚ, και ιδίως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην εξωτερική πολιτική, οι βασικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι το 1981 αποτελούσαν ένα μείγμα σοσιαλιστικών και πατριωτικών διακηρύξεων που εξέφραζαν δυσπιστία έναντι των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, ανάγκη ενίσχυσης δεσμών με τον αραβικό κόσμο και τους γείτονες των Βαλκανίων και πυγμή έναντι της Τουρκίας.
Είναι αδόκιμο να αμφισβητούμε το μεταπολιτευτικό λαϊκό αίτημα για εθνική ανεξαρτησία. Η προσδοκία όμως ότι η άνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία θα επέφερε ένα τσουνάμι αλλαγών στην εξωτερική πολιτική διαψεύστηκε.
Στην ουσία και παρά τη λαϊκίστικη έξαρση της επιθετικής του ρητορείας, δεν υπήρξε ουσιώδης μεταστροφή στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Ο λόγος απλός: η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής και η αναγνώριση ότι η ρήξη με ΝΑΤΟ και ΗΠΑ θα αποδυνάμωνε διπλωματικά και πολιτικά την Ελλάδα έναντι της γείτονος χώρας. Το 1983, στην κορύφωση του αντιαμερικανισμού ως αταβιστική αντίδραση κατά ενός ισχυρού ηγεμόνα, η Ελλάδα και οι ΗΠΑ ήρθαν σε συμφωνία για την παράταση λειτουργίας των αμερικανικών βάσεων με αντάλλαγμα την αύξηση παροχής βοήθειας από τις ΗΠΑ ώστε να διατηρηθεί η ισορροπία ισχύος στο Αιγαίο (το περιβόητο 7 προς 10).
Η ισορροπία αυτή ήταν προαπαιτούμενο για την αντιμετώπιση της συνεχούς κλιμάκωσης των τουρκικών προσκλήσεων στο Αιγαίο, με αποκορύφωση την κρίση του Μαρτίου του 1987 με αφορμή τις υποθαλάσσιες έρευνες στο Αιγαίο. Το πνεύμα του Νταβός που ακολουθήσε τη συνάντηση κορυφής Παπανδρέου και Οζάλ δεν μετουσιώθηκε σε ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων. Ούτως ή άλλως, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 1980 συνέδεσαν οποιαδήποτε πρόοδο στις σχέσεις Ελλάδος – Τουρκίας με λύση του κυπριακού προβλήματος, μια πολιτική επιλογή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πλέον άκαρπη.
Το θέμα οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών ταλαιπώρησε διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις και έφερε τη χώρα στο χείλος σοβαρής αντιπαράθεσης με την Τουρκία σε διάφορες κρίσεις. Η εμπειρία όμως αυτή έπεισε το ΠΑΣΟΚ του Κωνσταντίνου Σημίτη να προχωρήσει το 1999 σε μια σημαντική μεταστροφή της πολιτικής προς την Τουρκία στηρίζοντας την υποψηφιότητά της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και παράλληλα αποσυνδέοντας την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ από τη λύση του προβλήματος, μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Ελλάδος.
Η εχθρική ρητορική του ΠΑΣΟΚ έναντι της Ευρώπης προεκλογικά το 1981 δεν κράτησε πολύ καθώς η κυβέρνηση αποδέχθηκε την απροϋπόθετη ενσωμάτωση της χώρας στην τότε ΕΟΚ. Η συμμετοχή όμως στους μηχανισμούς της ευρωπαϊκής ενοποίησης αποτέλεσε ένα πεδίο όπου η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διεκδίκησε βαθμό αυτονομίας στη χάραξη της πολιτικής, χωρίς να διακινδυνεύσει αλλαγή προσανατολισμού.
Η δύσκολη σχέση της Ελλάδας με τους ευρωπαίους εταίρους τη δεκαετία του 1980 τής είχε δώσει την ταμπέλα του «αμήχανου εταίρου», όμως ο όρος ήταν άδικος. Η ιστορική ανασκόπηση της περιόδου φανερώνει ότι η στάση της Ελλάδος ωφέλησε τη χώρα, βελτίωσε τους όρους συμμετοχής και οδήγησε σε αυξημένη οικονομική βοήθεια μέσω διαφορετικών προγραμμάτων και πακέτων. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η κυβέρνηση αρκέστηκε σε αυτήν την πολιτική, χωρίς να προχωρήσει εσωτερικά στις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία. Ο μετέπειτα εξευρωπαϊσμός του ΠΑΣΟΚ, κυρίως επί Σημίτη, επέτρεψε την ένταξη της Ελλάδος στην ΟΝΕ με την υιοθέτηση του ευρώ που λειτούργησε ως ένα οχυρό ασφάλειας και ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα της εξωτερικής πολιτικής.
Η Ειρήνη Καραμούζη είναι καθηγήτρια Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος και Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ