Η ιδρυτική πράξη του ΠΑΣΟΚ γέννησε τρεις εμβληματικές διατυπώσεις που εξέφρασαν τον εθνικό, τον πολιτικό και τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό και γράφτηκαν στην Ιστορία του ελληνικού πολιτικού λόγου. Ο ελλειπτικός και συνθηματικός χαρακτήρας των διατυπώσεων αυτών τους προσέδωσε εύρος, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, πολυσυλλεκτικότητα ευνόησε όμως και μια σχηματική αντίληψη για την πολιτική.
Το σύνθημα «Η Ελλάδα στους Ελληνες», εξέφρασε τον εθνικό ριζοσπαστισμό, μια έντονα «αντιεξαρτησιακή» θεώρηση της εθνικής κυριαρχίας, αντιαμερικανική αλλά και αντιδυτικοευρωπαϊκή στην πρώτη της εκδοχή. Επρόκειτο για μια θεώρηση έντονα επηρεασμένη από τη νωπή και δραματική εμπειρία της δικτατορίας και του πραξικοπήματός της κατά του Μακαρίου, της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, της ευθύνης που καταλόγιζε στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, τη Δύση, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και του μεταδικτατορικού πολιτικού συστήματος που τότε ήταν ακόμη υπό συγκρότηση.
Η δεύτερη ιστορική έκφραση ήταν οι «μη προνομιούχοι» ως πρωταγωνιστές του κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Ετοιμοι να ζητήσουν και να λάβουν κοινωνική δικαιοσύνη με την έννοια της αποκατάστασης αδικιών και της άρσης αποκλεισμών, με το κλείσιμο της ψαλίδας των ανισοτήτων, με το αίτημα της αναδιανομής ευκαιριών, αλλά και πόρων. Και δίπλα στους μη προνομιούχους, ως ειδικότερη εκδοχή τους, οι «μικρομεσαίοι», έτοιμοι να συγκροτήσουν μια ισχυρή, νέα ελληνική μεσαία τάξη. Η ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης προσδιορίζεται από τις δυο αυτές έννοιες στις οποίες χωρούν οι πάντες και το σύνολο των αιτημάτων και των προσδοκιών τους.
Και τελικά, η πολιτική έκφραση του ριζοσπαστισμού: Το καθολικό και απόλυτο αίτημα της «Αλλαγής», με ό,τι αυτό μπορεί να σήμαινε, όπως το ένιωθε ο κάθε πολίτης που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του ως συμμέτοχο ενός νέου πλειοψηφικού ρεύματος και μιας νέας κατάστασης πραγμάτων στην οποία ο καθένας και η καθεμία μπορεί να βρει τη θέση της όπως τη φαντάζεται, την επιθυμεί, τη διεκδικεί. Το ΠΑΣΟΚ έγινε έτσι ο μοχλός για την άρση του πολιτικού αποκλεισμού μεγάλου τμήματος του ελληνικού λαού που βίωσε το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς. Το «κίνημα της Αλλαγής» ήταν, άλλωστε, κατ’ αρχάς κίνημα γεφύρωσης, με όρους φιλικούς για κάθε αποδέκτη του συνθήματος, των μεγάλων διχασμών, από τον παλαιότερο Εθνικό Διχασμό, έως τον νεότερο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό διχασμό.
Πάνω στη βάση αυτή συγκροτήθηκε σταδιακά, από το 1974 έως το 1981 και μετά άρχισε να αναπαράγεται με διάφορους τρόπους, ένας ισχυρός, μεγάλος συνασπισμός κοινωνικών δυνάμεων που προσδιορίζονταν από το δίπολο αφενός μεν «Κράτος – Εξουσία», αφετέρου δε «Αλλαγή – Αναδιανομή». Η κοινωνία της Μεταπολίτευσης έγινε έτσι το πεδίο της πολιτικής ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από τους επιμέρους εκλογικούς συσχετισμούς, τις νίκες και τις ήττες και τις πολιτικές εναλλαγές της περιόδου.
Η σύγκρουση ανάμεσα στο λαϊκό και το εκσυγχρονιστικό, το κοινωνικό και το κυβερνητικό, το ριζοσπαστικό και το συμβατικό, ήταν πάντα μία ζωντανή και εκλογικά αποτελεσματική σύγκρουση για ένα ΠΑΣΟΚ πλειοψηφικό και πολυσυλλεκτικό, που ασκούσε ή διεκδικούσε να ασκήσει άμεσα την εξουσία. Δεν είναι συνεπώς το ΠΑΣΟΚ καθόλου άμοιρο ευθυνών για τα στοιχεία λαϊκισμού και δημαγωγίας που υπάρχουν μέσα στο γονιδίωμα της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κάθε άλλο. Χωρίς, όμως, το ΠΑΣΟΚ και τις δικές του τολμηρές πρωτοβουλίες και αντιφάσεις δεν θα είχε διατυπωθεί η αλληλουχία των μεγάλων στόχων της κοινωνίας και του έθνους τα τελευταία 50 χρόνια. Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι συμπίπτει με την καμπύλη του ΠΑΣΟΚ.
Η γραμμική εξέλιξη «από το καλό στο καλύτερο» χωρίς αίσθηση του κινδύνου κατάρρευσης του επίχρυσου κεκτημένου κορυφώθηκε την πρώτη δεκαετία του ευρώ (2001-2010) το μεγαλύτερο μέρος της οποίας (2004-2009) διανύθηκε με κυβέρνηση ΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 2009 με την εντολή να διασώσει και να επεκτείνει το κεκτημένο της Μεταπολίτευσης και αντί για αυτό αναγκάστηκε να διαχειριστεί μια πρωτοφανή κρίση και να θέσει ως προτεραιότητά του τη διάσωση της εθνικής οικονομίας αλλά και της δημοκρατίας από την άμεση απειλή της ασύντακτης χρεοκοπίας. Αυτό επέφερε τη διάρρηξη των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ με την παραδοσιακή κοινωνική και εκλογική του βάση.
Η ιστορία του ΠΑΣΟΚ δείχνει ότι τα εκλογικά μεγέθη εξελίσσονται γεωμετρικά, προς τα επάνω ή προς τα κάτω, όταν ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο τοποθετείται σε σχέση με τις προκλήσεις της Ιστορίας. Από την άποψη αυτή μπορεί να είναι περισσότερο επική η γεωμετρική πτώση των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ μετά το 2010 για να προστατευθεί, με μεγάλες αλλά όχι καταστροφικές, απώλειες το κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, από τη γεωμετρική άνοδο του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1981, προκειμένου να διαμορφώσει και να διαχειριστεί, εναλλακτικά με τη ΝΔ, το ασταθές όπως αποδείχθηκε, κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, που χρειάστηκε επώδυνη διόρθωση για να διατηρηθεί.
Την περίοδο της κρίσης έλεγα πάντα ότι «το ΠΑΣΟΚ θα ανεβεί ξανά μαζί με τη χώρα». Και από το 2019 κάποιοι σπεύδουν να θέσουν το ερώτημα, γιατί αυτό δεν επαληθεύεται. Η απάντησή μου, προσωρινή και υπό έλεγχο βεβαίως, είναι ότι η επαλήθευση εξαρτάται από το πώς εννοούμε και τους τρεις κρίσιμους όρους, τη χώρα, το ΠΑΣΟΚ, την άνοδο. Αυτό προφανώς ισχύει για όλα τα κόμματα του συνταγματικού τόξου. Ισχύει για την πατρίδα μας θεμελιώδες στοιχείο της οποίας είναι η επικράτεια, η Ιστορία αλλά και η δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, η κοινωνική συμπεριληπτικότητα. Αυτή η πατρίδα προτάσσεται κάθε κομματικής και επιμερισμένης θεώρησης.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Το άρθρο είναι απόσπασμα από ομότιτλο εκτεταμένο δοκίμιο που περιλαμβάνεται σε υπό δημοσίευση ειδική έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα», αφιερωμένη στα πενήντα χρόνια του ΠΑΣΟΚ με την επιμέλεια των Γιάννη Βούλγαρη, Βασίλη Παναγιωτόπουλου και Σωτήρη Ριζά.