Από ένα γύρισμα της τύχης (και από αποφάσεις των ιθυνόντων) οι διαδικασίες στα δύο μεγαλύτερα προοδευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης εξελίσσονται ταυτόχρονα: η μια πλευρά θέλει να κάνει rebranding και η άλλη να αλλάξει την ηγεσία της – ή να ανανεώσει τη θητεία του νυν με τρόπο που δεν θα αμφισβητείται για την επόμενη τετραετία. Στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ στελέχη και φυλές τσακώνονται μεταξύ τους, βγάζουν διαρροές ο ένας για τον άλλο, ρίχνουν δημόσιες μπηχτές. Η ημέρα της κρίσεως, στις αρχές του Οκτωβρίου, είναι κοινή και λειτουργεί και ως ένα είδος εγκλωβισμού όσων ενδιάμεσων θα ήθελαν να κοιτάξουν από τη μια πλευρά στην άλλη – ή, τελοσπάντων, αυτό θα ήθελαν οι επιτελείς τους.

Εκείνα τα πρώτα εικοσιτετράωρα μετά τις κάλπες των ευρωεκλογών, ωστόσο, άλλη ήταν η συζήτηση: με τη ΝΔ να έχει υποστεί το μεγαλύτερο εκλογικό πλήγμα των τελευταίων ετών και τον ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ σε απόσταση αναπνοής το ένα από το άλλο, όλοι συζητούσαν την πιθανότητα σύγκλισης των δύο πλευρών σε ένα κομματικό σχήμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οσο τα σενάρια φούντωναν, λίγοι συνέχιζαν να επιμένουν πως καμία συζήτηση τέτοιου είδους δεν μπορεί να γίνει αν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν «καθαρίσουν» τα ζητήματα εντός του οίκου τους – κανείς δεν μπορεί να πάει από το άλφα στο ωμέγα μέσα σε λίγες μέρες, χωρίς προετοιμασία, χωρίς πολιτική απόφαση, απλώς και μόνον από τη συγκυρία. Γρήγορα οι πιο προσεκτικοί παρατηρητές επιβεβαιώθηκαν. Σήμερα όλοι έχουν αντιληφθεί πως ακόμα κι αν οι αλλαγές γίνουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και για τις δύο πλευρές, η έναρξη του διαλόγου για τα περαιτέρω θα είναι τόσο χρονοβόρα που οριακά μπορεί να προετοιμάσει το έδαφος για τις εκλογές του 2027.

Δύο κόμματα, ένα διακύβευμα: θα χρειαστεί όντως, στις αρχές του χειμώνα, να γίνει μια τέτοια λεπτομερής συζήτηση μεταξύ τους για το μέλλον; Παρότι ο προοδευτικός χώρος κινείται παράλληλα, ο χρόνος ευνοεί μόνο τον έναν. Η διαφορά στον συντεταγμένο τρόπο με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ οδεύει στις κάλπες του, σε σχέση με τις συνεχείς εκπλήξεις από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, έχει τις ρίζες της στην εμπειρία του πρώτου στη διαχείριση πολιτικών κρίσεων και στην αίσθηση της αυτοσυντήρησης που δίνει η προοπτική της επανόδου. Στον ΣΥΡΙΖΑ τίποτα από αυτά δεν φαίνεται πως υπάρχει – και μαζί, φαίνεται πως δεν υπάρχει στόχευση: στις αμφιλεγόμενες και ενίοτε σπασμωδικές κινήσεις της ηγεσίας του, η απέναντι πλευρά προτάσσει την πρόταση μομφής χωρίς να έχει αποσαφηνίσει ούτε ποιος θα δοκιμαστεί ως αντίπαλος του σημερινού ενοίκου της Κουμουνδούρου ούτε ποια θα είναι η επόμενη ημέρα αν ο Κασσελάκης αποχωρήσει, με δεδομένο πως και εκείνοι συμφωνούν ότι το κόμμα χρειάζεται αλλαγές για να μπορέσει να γίνει ξανά ελκυστικό.

Στη μεγάλη εικόνα, το ΠΑΣΟΚ έχει περάσει και χειρότερα. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε συνεχή καθοδική πορεία από το 2015 έως και σήμερα, με ευθύνες τόσο στην προηγούμενη όσο και στη σημερινή ηγεσία του. Μπορεί ως τον Οκτώβριο τα δεδομένα να έχουν αντιστραφεί, όμως η αίσθηση που απορρέει αυτή τη στιγμή είναι ενός κόμματος, από τη μια, στο οποίο τα στελέχη του πιστεύουν στις δυνατότητες και την απήχησή του, και, από την άλλη, μιας κατάστασης που έχει βαλτώσει – και σταδιακά χάνει την όποια ελπίδα να σωθεί. Η ευκαιρία του ενός παραμένει η καταδίκη του άλλου.