Από τις αρχές του 2018 υπάρχει ένας νόμος στην Ελλάδα που απαγορεύει στα εστιατόρια και τις ταβέρνες τη χρήση του λαδόξιδου στη χύμα μορφή. Ορίζει ότι υποχρεωτικά θα πρέπει να σερβίρουν σε μικρές σφραγισμένες συσκευασίες μιας χρήσης με τυποποιημένο και εγκεκριμένο ελαιόλαδο έως 50 ml. Υπολογιζόταν όταν ψηφίστηκε η εν λόγω ρύθμιση, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, ότι θα τυποποιούνταν κάθε χρόνο πάνω από 10.000 τόνοι ελαιόλαδου, δηλαδή περίπου το 4%-5% της ετήσιας παραγωγής της χώρας. Η διάταξη προέβλεπε και πρόστιμα, από 500 ευρώ έως 2.000 ευρώ ανά παράβαση. Είχε δε ως στόχο να προωθήσει το επώνυμο ελαιόλαδο στα εστιατόρια, με στόχο τη δημιουργία συνείδησης σαν αυτή που αναπτύχθηκε με το εμφιαλωμένο κρασί στον έλληνα πελάτη, αλλά να χτιστεί και η φήμη του ελληνικού ελαιόλαδου στους εκατομμύρια ξένους τουρίστες.
Το πρόβλημα είναι ότι το μέτρο εφαρμόστηκε για λίγο και από λίγους και εδώ και καιρό όπως χιλιάδες νόμοι στην Ελλάδα δεν εφαρμόζεται. Και βέβαια κανείς δεν ελέγχει την εφαρμογή του. Ούτε ασχολείται. Κάποια στιγμή ήρθε η πανδημία, πιο μετά η άνοδος των τιμών του ελαιόλαδου και το έφαγε η μαρμάγκα. Επιστρέψαμε έτσι στην παλιά καλή συνήθεια του εκτεθειμένου στον ήλιο και τη ζέστη χύμα λαδόξιδου, που μεταφέρεται… αυτούσιο από πελάτη σε πελάτη, προφανώς υποβαθμισμένο ποιοτικά, με τη χώρα να πετάει στα σκουπίδια την τεράστια υπεραξία. Και αυτό το λέμε εκμετάλλευση της περίφημης μεσογειακής διατροφής και άλλα κουραφέξαλα. Με ταγκισμένο, αλλοιωμένο προϊόν, συμμετέχει το ελαιόλαδο στο ελληνικό τουριστικό προϊόν.
Κατά τα άλλα όλοι γκρινιάζουν για τις τιμές του ελαιόλαδου. Ολοι αναρωτιούνται γιατί δεν το αξιοποιούμε καλύτερα στις αγορές του εξωτερικού, ώστε να μένει τουλάχιστον το κέρδος στον έλληνα παραγωγό. Αλλοι αναρωτιούνται γιατί επιτρέπουμε να πωλείται ανώνυμο σε βυτία χύμα στο εξωτερικό. Κανείς όμως δεν αναρωτιέται πώς γίνεται με εγχώρια κατανάλωση περίπου 100.000 τόνων ετησίως, μόλις οι 30.000 τόνοι να αφορούν το συσκευασμένο και ελεγμένο επώνυμο ελαιόλαδο και όλο το υπόλοιπο είναι η περίφημη «τρύπα» της αυτοκατανάλωσης. Με πρόσχημα ότι οι ελαιοπαραγωγοί μπορούν να χρησιμοποιούν μέρος της παραγωγής τους για δική τους κατανάλωση έχει «αναστηθεί» και επιστρέψει η Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και του ’90 στο λάδι, όταν ο 16κιλος άγνωστης προέλευσης τενεκές ήταν ο κανόνας στην παράνομη πώληση του προϊόντος. Ο «τενεκές» όχι απλώς επέστρεψε, αλλά το διάστημα που προηγήθηκε την τελευταία τριετία γνώρισε ημέρες πρωτοφανούς δόξας. Μαζί επέστρεψαν και τα φαινόμενα νοθείας, προφανούς και ξεκάθαρης φοροδιαφυγής. Το ακόμα πιο εξοργιστικό είναι ότι αυτό το προϊόν πωλείται σε τιμές όχι φτηνότερες από το επώνυμο ελαιόλαδο, αλλά σε τιμές… αγοράς. Σε αυτές πωλείται ξανά ο «πράσινος υγρός χρυσός», όπως η δημοσιογραφική υπερβολή αρέσκεται να γράφει.
Και αυτό το λέμε διαχείριση του πιο σημαντικού για το εισόδημα, όχι μόνο αγροτών αλλά και αστών, αγροτικού προϊόντος της χώρας. Το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι η άνοδος των τιμών του δημιουργεί συνθήκες γενικής ασυδοσίας, αντί μεγαλύτερου ελέγχου. Με αποτέλεσμα να φουντώνουν οι φήμες και τα περιστατικά υψηλής περιεκτικότητας φυτοφαρμάκων στους λίγους ελέγχους που γίνονται. Με λίγα λόγια έχουμε ένα καθομολογούμενα υψηλής ποιότητας προϊόν, για το οποίο επιλέγουμε ως χώρα, ένα σημαντικό μέρος του, να διακινείται χύμα, πλήρως ανεξέλεγκτο, σε τιμές που τυχαία διαμορφώνονται και με ποιότητα υποβαθμισμένη έως και ακατάλληλη.