«Ετσι τελειώνει ο κόσμος. Οχι με έναν κρότο, μα με έναν λυγμό», έγραφε ο Τ. Σ. Ελιοτ. Ωστόσο, εάν μιλάμε για την ιστορική δυναμική που διαμορφώθηκε γύρω από τον τρόπο που μια χωρίς προηγούμενο συγκυρία πολιτικής κρίσης εκτίναξε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, το τέλος του δρόμου αυτής της εκδοχής Αριστεράς δεν περιλαμβάνει ούτε κρότους, ούτε λυγμούς, παρά μόνο επικοινωνιακό θόρυβο εντός του οποίου συστηματικά αποφεύγεται οτιδήποτε έχει να κάνει με πολιτικό λόγο, στρατηγική επεξεργασία, μελέτη των κοινωνικών αντιθέσεων, κοντολογίς οτιδήποτε ορίζει την αριστερή πολιτική ως προσπάθεια μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Και παρότι θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αυτό ξεκίνησε ακριβώς τη στιγμή που επέλεξε αυτό το ρεύμα να εφαρμόσει πιστά την πολιτική που αντιπάλευε, εμπεδώνοντας αυτό που κάποτε κατηγορούσε τους αντιπάλους του, δηλαδή ότι άλλα υπόσχονται και άλλα κάνουν, εντούτοις και πάλι η σημερινή κατάσταση εντυπωσιάζει ως προς τη μεθοδικότητα με την οποία διαρρηγνύονται οι σχέσεις με την ίδια την κοινωνία.

Εάν προσθέσουμε σε αυτή την κατάσταση ότι και στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας (ό,τι και εάν σημαίνει αυτό σήμερα) αποδεικνύονται πολύ πιο εύγλωττοι όταν αναφέρονται στην πολιτική κληρονομιά του ΠΑΣΟΚ, παρά όταν διεξάγουν μια διαδικασία εκλογής ηγεσίας από την οποία επίσης απουσιάζει το στρατηγικό περιεχόμενο, τότε αντιλαμβανόμαστε το περίγραμμα μιας εκρηκτικής αντίφασης: την ώρα που η αλαζονεία μιας ορισμένης εκδοχής αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού δέχεται απανωτά πλήγματα, από το πολιτικό τοπίο απουσιάζουν οι πειστικές πολιτικές προτάσεις σε αντίπαλη τοποθέτηση.

Το αποτέλεσμα είναι μια βαθιά κρίση εκπροσώπησης. Κοινωνικά στρώματα δεν μπορούν να εντοπίσουν μέσα στο πολιτικό σύστημα τοποθετήσεις και αιτήματα που μπορούν να εκπροσωπήσουν τη δική τους αγωνία για πολιτικές που να αναδιανέμουν εισόδημα, να εξασφαλίζουν αυθεντική κοινωνική προστασία σε έναν τοπίο επισφάλειας, να υπερασπίζονται τα δημόσια αγαθά όπως η παιδεία και η υγεία απέναντι στην ολοένα και πιο απερίφραστη βαναυσότητα της εμπορευματοποίησης και της «ατομικής ευθύνης».