Πώς καταλήξατε στα «17 ταπεινά ρέκβιεμ για το μέλλον» που θα παρουσιάσετε στο Κηποθέατρο Παπάγου (24 Σεπτεμβρίου στις 21.00);

Η σχέση μου με την εργογραφία του Θάνου Μικρούτσικου ήταν επιφανειακή, δεν τη γνώριζα σε βάθος. Επειτα από την πρόταση της Μαρίας Παπαγιάννη (σ.σ. σύζυγός του) να κάνω ό,τι μπορώ να φανταστώ – για μια βραδιά που έγινε πέρυσι στο Θέατρο Ολύμπια – άρχισα να ψάχνω και ν’ αναζητώ πού ταυτίζομαι εγώ με τον Θάνο Μικρούτσικο. Διαβάζοντάς τον όταν έφτασα στο «Ταπεινό Ρέκβιεμ για το μέλλον» πείστηκα ότι αυτός ο τίτλος περιγράφει τόσο το έργο του Θάνου Μικρούτσικου όσο και την κοινωνία μας.

Εσείς πώς συνδέεστε με αυτό το έργο;

Οφείλεις να παρατηρείς την κοινωνία σήμερα για να μπορείς να τη διαμορφώνεις – να δημιουργείς τουλάχιστον το κλίμα – καλύτερη αύριο. Ο θρήνος ο οποίος διατρέχει το συγκεκριμένο έργο και που φαίνεται αντιστικτικός, αντίρροπος σε σχέση με τη ζωή, βρίσκεται μέσα μας. Εχουμε μια τάση να τα κάνουμε όλα με ταχύτητα. Είμαστε μια γενιά ανευτυχής. Αυτό το στερητικό «α» δεν μπορούμε να καταλάβουμε από πού προέρχεται. Επίσης θεωρώ ότι δεν ολοκληρώνουμε κάποιους κύκλους. Η θρηνητική ακολουθία, να πέσει δηλαδή ο καρπός στη γη να ξαναβγεί καινούργιος, είναι κάτι που το περιέγραφε ο Θάνος Μικρούτσικος στο έργο του. Κρατούσε τις ισορροπίες της συγκίνησης, της απώλειας, της δύναμης, της αδυναμίας του έρωτα.

Εσείς τι ξεχωρίζετε;

Είχε πάρα πολλά ακόμη χαρακτηριστικά. Εκείνο που διέθετε ως άνθρωπος και που πρέπει κι εμείς να το μάθουμε είναι το θάρρος: το θάρρος της γραφής και το θάρρος στη ζωή σου. Το «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» που μελοποίησε ήταν κάτι που ο ίδιος έκανε πρώτα.

Εσείς «χορέψατε πάνω στο φτερό του καρχαρία»; Κάνατε επιλογές οι οποίες εμπεριείχαν ρίσκο;

Δεν θεωρώ ότι δεν το έχω καταφέρει μέχρι στιγμής. Η γενιά μας από μόνη της είναι πιο δύστροπη και σίγουρα όχι τόσο θαρραλέα. Μου λείπουν οι καλλιτέχνες οι βαθιά τολμηροί – όχι με την έννοια της καινοτομίας. Χρειάζεται συνδυασμός γνώσης, αντίληψης της κοινωνίας και της εποχής σου, θάρρος. Είναι μέρες που πιστεύω ότι τα ‘χω καταφέρει πάρα πολύ καλά παρατηρώντας την πορεία μου: από πού ήρθα, τις συνεργασίας που έκανα, τη σταθερή και ανοδική πορεία. Είναι πάλι στιγμές που βλέπω ανθρώπους τους οποίους θαυμάζω πάρα πολύ και σκέφτομαι ότι έχω μείνει στάσιμη. Οτι θα μπορούσα να είχα τρέξει πιο πολύ, να ‘χα διαβάσει πιο πολύ, να ‘χα ρισκάρει περισσότερο.

Τι και πότε σας κάνει να αισθάνεστε αυτή τη ματαίωση;

Δεν είναι μια στιγμή, αλλά μια διαρκής κατάσταση. Εχω μεγαλώσει τη δεκαετία του ’90. Τότε που όλα τα όνειρα έμοιαζαν εφικτά, γιατί υπήρχε όραμα, ελπίδα, χρήμα. Μέχρι τα 18 μου χρόνια πίστευα ότι μέσω της εργασίας, της προσπάθειας και του ταλέντου το χωράφι που θα έσπερνα θα απέδιδε καρπούς, κάτι που δυστυχώς δεν ισχύει. Το πιο σημαντικό είναι πως όσο περνούν τα χρόνια στερούμαστε όλο και περισσότερο την ελπίδα, την πίστη μας, το χαμόγελό μας.

Πώς αποτυπώνεται αυτό που περιγράφετε στη δική σας πορεία;

Πίστευα ότι θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Οτι από τη στιγμή που θα άρχιζα να κάνω συναυλίες, θα είχα τη δυνατότητα να βιοπορίζομαι σύντομα. Η αλήθεια όμως είναι ότι έπειτα από μία δεκαπενταετία μόλις τα τελευταία δύο χρόνια άρχισα σιγά σιγά να ζω από τη μουσική – και το λέω ανοιχτά. Αν εξαιρέσεις 20 ονόματα του χώρου – της γενιά μας – οι υπόλοιποι δεν ζουν από τη μουσική. Και αν δεν υπάρχουν οι συνθήκες για να ανθίσει η σκέψη σου, έτσι ώστε να δημιουργήσεις, τη μειώνεις, την υποβαθμίζεις.

Τι ήταν αυτό που σας εμπόδιζε να ζήσετε από την τέχνη σας, δεδομένου ότι ξεχωρίσατε από την αρχή;

Εκεί που υπήρχε το χρήμα δεν με αφορούσε – και δεν το αφορούσα. Δηλαδή καθόλου δεν μ’ ενδιέφερε να κάνω μια συνεργασία, η οποία δεν με κάλυπτε καλλιτεχνικά έστω και αν θα μου έδινε ένα μεροκάματο. Επίσης δεν έβγαινα στην τηλεόραση και αυτό μου στερούσε την επικοινωνία με τον περισσότερο κόσμο, ειδικά με την επαρχία. Ενα ακόμη στοιχείο είναι ότι ο τρόπος γραφής μου δεν ήταν mainstream. Ισως δεν ήμουν έτοιμη, δεν λέω ότι μ’ έχει αδικήσει η ζωή. Προφανώς έχω μεγαλώσει σε μια εποχή που δεν με βοηθάει. Για κάποιο λόγο κάνουμε σήμερα αυτή τη συζήτηση, για κάποιο λόγο έκανα πέρυσι το αφιέρωμα στον Θάνο Μικρούτσικο κ.ά. Το βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχουν πολλά υποστηρικτικά για την τέχνη πράγματα.

Από τους συναδέλφους σας αισθανθήκατε υποστήριξη ή ανταγωνισμό;

Η περίπτωση των συναδέλφων μου είναι ίσως το πιο ευτυχισμένο μου κομμάτι σε αυτή την πορεία. Είχα πάντα την εκτίμηση και τον σεβασμό τους.

Το πιο δυστυχές κομμάτι που βιώσατε;

Να ασχολείσαι με τη μουσική που μιλάει για την αγάπη, τη φωτίζει και να μην μπορείς να έχεις αγάπη! Το πιο σημαντικό για μένα είναι να καταφέρει κάποιος να πορευτεί μέσα σε αυτόν τον τραχύ δρόμο και να μη μένει η αγάπη.

Το έχετε βιώσει αυτό;

Ναι, βέβαια – να σταματήσει δηλαδή μια σχέση να υπάρχει και να σταματήσει να υπάρχει η αγάπη. Ηταν κάτι που με πλήγωσε. Και επίσης δεν το κατανοώ. Αν δεν καταφέρεις να κλείνεις μια πόρτα φεύγοντας βγάζοντας ταπεινά το καπέλο, λέγοντας ευχαριστώ, μάλλον κάτι δεν πάει καλά.

Πώς αντιδράσατε σε αυτό που ζήσατε;

Με όλα τα στάδια του πένθους. Κοίτα, ως παιδί πήρα πολλή αγάπη. Αυτό που μου προκάλεσε συναισθηματική ανισορροπία και με οδήγησε στην αγχώδη διαταραχή από την οποία έπασχα δέκα χρόνια, ήταν το σύνδρομο της καλής μαθήτριας. Δεν είχα εκπαιδευτεί στο να «πέφτω». Δεν μας μαθαίνει κανείς πώς θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε τη φαινομενική αποτυχία.

Θα το συνδέατε με τη μακροχρόνια περιπέτεια της αγχώδους διαταραχής που είχατε;

Από τη δική μου εμπειρία θα έλεγα ότι πρόκειται για μια ασθένεια η οποία έχει τη ρίζα της σε παρελθοντικές αξιώσεις που αφορούν το μέλλον. Εχεις μια αδυναμία να βιώσεις το παρόν. Δεν παρατηρείς, οπότε χάνεις τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίσεις την αλλαγή της πορείας σου, όταν η κατεύθυνση που είχες σχεδιάσει δεν σου βγαίνει. Δεν αφορά όμως μόνο το επαγγελματικό κομμάτι. Είναι αγωνία που σχετίζεται με τις σχέσεις που δημιουργείς, το ποιος είσαι, αν θ’ αγαπηθείς, αν θ’ αγαπήσεις. Ενας διαρκής φόβος. Θυμάμαι ότι ήταν όλα δύσκολα: να οδηγήσω, να βγω έξω και να πάω να πιω έναν καφέ, να περπατήσω.

Πώς εκδηλώθηκε;

Ξαφνικά. Ημουν 20 ετών, τραγουδούσα σε μια ταβέρνα στου Ζωγράφου. Αισθάνθηκα ένα μούδιασμα το αριστερό μου χέρι και έναν πανικό που δεν μπορώ να τον περιγράψω με λόγια. Είναι μια περίεργη ασθένεια. Στο μυαλό μου δημιουργήθηκε ένας φαύλος κύκλος μη αναστρέψιμος – έτσι ένιωθα τότε. Υπήρχε ένας πανικός μέσα σε κεφάλι μου ο οποίος σωματοποιήθηκε. Ετσι λειτουργεί η συγκεκριμένη ασθένεια.

Οι κρίσεις πανικού είναι η ασθένεια της εποχής. Πώς διαμορφώνεται η ζωή σας έπειτα από αυτό;

Αυτή τη σκοτεινή διαδρομή περιγράφω στο βιβλίο μου «Μια χαραμάδα πανικού». Τότε όμως που την αντιμετώπισα εγώ δεν υπήρχε επαρκής ενημέρωση και ένιωθα μεγάλη μοναξιά. Για ν’ απαντήσω στην ερώτησή σου πρέπει να πω ότι ήμουν δραστήρια από τη μια, αλλά με μεγάλη δυσκολία στο να πραγματώσω αυτό που αναλάμβανα ή που σχεδίαζα. Εκ των υστέρων νιώθω πραγματικά τυχερή που το σώμα μου αντέδρασε με αυτόν τον τρόπο – και όχι με κάτι άλλο. Εκείνη την εποχή κάθε λεπτό της ημέρας το σώμα μου υπέφερε. Αυτό δημιουργεί μια απίστευτη κούραση. Ημουν συνεχώς εξαντλημένη όλη αυτή τη δεκαετία. Ζούσα με κομμένη την ανάσα, χωρίς υπερβολή. Η ασθένεια αυτή εμφανίζεται όταν δεν έχεις τακτοποιήσει μέσα σου θέματα. Οταν έχεις μέσα σου ανισορροπία σε σχέση με τις επιθυμίες, τις πράξεις σου, την ηθική σου, την αισθητική σου κ.λπ. Κάτι δεν είχα λύσει.

Βρήκατε τι είναι αυτό; Πώς καταφέρατε να το αναγνωρίσατε;

Πολλά ήταν. Οπως το πώς θέλω να ζω, πώς θέλω ν’ αγαπώ, ν’ αγαπιέμαι. Ξέρεις, πιστεύω ότι το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος αλλά ο φόβος.

Τι φοβόσασταν;

Να μην τα καταφέρω. Αλλά δεν είχα κάνει ποτέ τη σωστή ερώτηση στον εαυτό μου: «Τι ακριβώς ήθελα να καταφέρω;». Θυμάμαι ένα περιστατικό που έζησα πριν από χρόνια. Είχα πάει να τραγουδήσω στην Κόνιτσα και ήρθαν να με ακούσουν οι γονείς μου. Οταν τελείωσε το λάιβ, μου λένε: «Μαρία, κάνεις τόση προσπάθεια κι εμείς νιώθουμε ότι δεν σου δώσαμε τίποτα». Εννοούσαν σε σχέση με τον χώρο τον καλλιτεχνικό, που όλα τους φαινόντουσαν τεράστια.

Τι τους απαντήσατε;

Οτι μου έδωσαν κάτι ανεκτίμητο: μου έμαθαν να δουλεύω και ν’ αγαπώ.