Για τους λάτρεις των σύντομων ιστοριών στην οθόνη, αυτές τις ημέρες «Ολα είναι Δράμα». Το Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας επέστρεψε για 47η χρονιά και έως τις 8 Σεπτεμβρίου υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιάννη Σακαρίδη φιλοδοξεί να λειτουργήσει σαν μια πλατφόρμα συμπερίληψης και ενσωμάτωσης κάθε καλλιτεχνικής τάσης, φωνής και έκφρασης από την κινηματογραφική κοινότητα. Το φετινό πρόγραμμα περιλαμβάνει 211 ταινίες από 39 χώρες, εκ των οποίων οι 148 μικρού μήκους διαγωνίζονται σε επτά τμήματα και θα προβληθούν στους φυσικούς χώρους του φεστιβάλ αλλά και στην ηλεκτρονική του σελίδα δωρεάν. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στρέφεται στο εθνικό και το διεθνές διαγωνιστικό τμήμα αφού τα φιλμ που θα αποσπάσουν τις κορυφαίες διακρίσεις εκεί, θα εξασφαλίσουν μία θέση αυτόματα στις λίστες των υποψήφιων για την ελληνική πρόταση για τα Οσκαρ.

«Οταν επιλέγουμε τις ταινίες, σκεφτόμαστε ποιες είναι φρέσκιες, έχουν ωραίο βλέμμα, περίεργο, ίσως και αλλόκοτο που να μας δίνει κάτι άλλο που να μην το έχουμε σκεφτεί. Αυτές είναι οι ταινίες που μας αρέσουν, που ανοίγουν και σ’ εμάς ένα παράθυρο στον κόσμο», αναφέρει στο «Νσυν» ο Γιώργος Ζώης, υπεύθυνος προγράμματος του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος τα τέσσερα τελευταία χρόνια. Μαζί με την ομάδα του, από τις περίπου 2.200 ταινίες που κατατέθηκαν στο φεστιβάλ, επέλεξαν 27 από 21 χώρες του κόσμου που αναδεικνύουν τις σύγχρονες τάσεις στον κινηματογράφο της μικρής φόρμας. «Ενας από τους λόγους που εμπλέκομαι στο φεστιβάλ είναι ότι βλέποντας τις ταινίες μικρού μήκους, έχω το φοβερό προνόμιο και πολυτέλεια να βλέπω ό,τι πιο σύγχρονο παίζει αυτή τη στιγμή από τα πιο νεανικά, αυθάδικα και αυθόρμητα μυαλά. Για μένα αυτό είναι αναζωογόνηση. Επειδή το ίδιο το σινεμά αλλάζει, όπως και τα πάντα γύρω μας, πρέπει να βρίσκεις νέους τρόπους να πιστεύεις σε αυτό ξανά, να ανανεώνεις τη σχέση του μαζί και να πολεμάς γι’ αυτήν. Εγώ, αυτό το κάνω με τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού», τονίζει ο κινηματογραφιστής.

Ανάμεσα στις επιλογές του συγκεκριμένου τμήματος, βρίσκονται δουλειές όπως το φιλμ «Madwomen in the attic» της Ταμάρα Γκαρσία Ιγκλέσιας που εμπνέεται από τη γαλλίδα συγγραφέα Μαργκερίτ Ντιράς για να εξερευνήσει τις αναπαραστάσεις της τρέλας σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Αλλά και το φιλμ «Αυτό που ζητάμε από ένα άγαλμα είναι να μην κινείται» της Δάφνης Ερετάκη με πρωταγωνίστρια μια Καρυάτιδα που δραπετεύει από ένα μουσείο, μαζί με το ντοκιμαντέρ «The House» του Καρλ Ολσον που διερευνά το ζήτημα της ταυτότητας, διεισδύοντας σε μια εννιαώροφη πολυκατοικία.

Ενηλικίωση και χάσματα

«Οι ταινίες φέτος λίγο πολύ έχουν να κάνουν με την ενηλικίωση. Επειδή προέρχονται από διαφορετικές χώρες και κοινωνικές συνθήκες, είναι φανταστικό να βλέπεις αυτήν την ενηλικίωση μέσα από τα τελείως διαφορετικά πρίσματα του κάθε σκηνοθέτη. Ταυτόχρονα, έχει μετατοπιστεί ο θεματικός άξονας που πιο παλιά ήταν σε σχέση με το φύλο και τον προσδιορισμό του, προς την ταξικότητα και το φοβερό οικονομικό χάσμα μεταξύ της γενιάς των γονιών τους και των νέων ως προς τις ευκαιρίες που τους δίνονται τώρα. Ενώ είναι ένας κόσμος φοβερά ανοιχτός όσον αφορά το να μάθεις τα πάντα και τους πάντες με το Διαδίκτυο και την πληροφορία, ταυτόχρονα ένιωθα από τις ταινίες πόσο πολύ εγκλωβισμένοι βρίσκονται, μουδιασμένοι και κάπως ανήμποροι να μπορέσουν να κάνουν κάτι. Είναι σαν να είναι πολύ αγκυλωμένοι», καταλήγει ο Γιώργος Ζώης.