Ο Βραζιλιάνος μουσικός Σέρτζιο Μέντες, ο οποίος βοήθησε στη διάδοση της μπόσα νόβα και της σάμπα στη Δύση, πέθανε σε ηλικία 83 ετών, όπως επιβεβαίωσε η οικογένειά του.
Υπάρχει «κάτι πολύ μαγικό σε αυτό το άσμα», θυμήθηκε αργότερα ο Μέντες. «Οι άνθρωποι αγαπούν αυτό το τραγούδι – παντού στον κόσμο»
Ο επικεφαλής της μπάντας και συνθέτης είναι γνωστός για την επιτυχία του «Mas Que Nada» και για τη βραζιλιάνικη εκδοχή αγγλικών τραγουδιών όπως το «The Look Of Love» και το «The Fool On The Hill» των Beatles.
Ο Μέντες ηχογράφησε περισσότερα από 35 άλμπουμ, πολλά από τα οποία έγιναν χρυσά ή πλατινένια στις ΗΠΑ- και έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ το 2012 για το τραγούδι «Real in Rio» της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Rio».
«Μας αφήνει μια απίστευτη μουσική κληρονομιά»
Σε δήλωση της οικογένειάς του αναφέρεται ότι ο Μέντες «απεβίωσε εν ειρήνη» την Πέμπτη στο Λος Άντζελες, περιτριγυρισμένος από τη σύζυγο και τα παιδιά του.
Δεν δόθηκε επίσημη αιτία θανάτου, ωστόσο η οικογένεια δήλωσε ότι ο Μέντες έπασχε από μακροχρόνια συμπτώματα κορονοϊού και ότι ο μουσικός ήταν γνωστό ότι αντιμετώπιζε αναπνευστικά προβλήματα από τα τέλη του 2023.
Υπογράφοντας συμβόλαιο με την A&M Records, βρήκαν μια επιτυχημένη φόρμουλα – τζαζ εκτελέσεις δημοφιλών βραζιλιάνικων τραγουδιών μαζί με τις εμπλουτισμένες με σάμπα εκδοχές των επιτυχιών της εποχής
Η δήλωση της οικογένειας ανέφερε ότι ο Μέντες «έφερε τους χαρούμενους ήχους της γενέτειράς του, της Βραζιλίας, στον κόσμο».
«Ο Μέντες εμφανίστηκε για τελευταία φορά τον Νοέμβριο του 2023 σε sold out [συναυλίες] στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Βαρκελώνη», συνεχίζει η ανακοίνωση.
«Τους τελευταίους μήνες, αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας από τις επιπτώσεις της μακροχρόνιας COVID».
Η ανακοίνωση κατέληγε λέγοντας ότι ο Μέντες «μας αφήνει μια απίστευτη μουσική κληρονομιά από περισσότερες από έξι δεκαετίες ενός μοναδικού ήχου».
«Μια από τις απίστευτες στιγμές της ζωής μου»
Γιος γιατρού, ο Μέντες γεννήθηκε στο Νιτερόι της Βραζιλίας και αρχικά σπούδασε κλασικό πιάνο, με σκοπό να γίνει πιανίστας
Η ζωή του όμως άλλαξε το 1956, όταν άκουσε τον πρώτο του δίσκο τζαζ, το «Take Five» του Αμερικανού μουσικού Dave Brubeck, και εγκατέλειψε τις σπουδές του.
«Για μένα αυτό ήταν, θα έλεγα, μια από τις απίστευτες στιγμές της ζωής μου», δήλωσε το 2014 στον αμερικανικό ραδιοφωνικό σταθμό NPR, «γιατί όταν το άκουσα αυτό, δεν είχα ιδέα για την τζαζ ή οτιδήποτε άλλο».
Άρχισε να παίζει σε νυχτερινά κέντρα στο Ρίο ντε Τζανέιρο, την ώρα που η μπόσα νόβα είχε αρχίσει να φουντώνει – και άρχισε να βυθίζεται σε αυτή τη σκηνή, μαζί με άλλους σπουδαίους μουσικούς όπως ο Antonio Carlos Jobim και ο João Gilberto.
Η πρώτη του ηχογράφηση, Dance Moderno, κυκλοφόρησε το 1961 από την εταιρεία Philips Records.
Τρία χρόνια αργότερα, έφυγε από τη Βραζιλία για τις ΗΠΑ για να ξεφύγει από τη στρατιωτική δικτατορία – αλλά δεν ήταν μια εύκολη μετάβαση.
Οι Βραζιλιάνοι συμπαίκτες του επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αναγκάζοντας τον Μέντες να σχηματίσει ένα νέο συγκρότημα.
Ονομάστηκε Brasil ’66 και σε αυτό συμμετείχαν δύο Αμερικανίδες τραγουδίστριες, η Lani Hall και η Karen Philip.
Υπογράφοντας συμβόλαιο με την A&M Records, βρήκαν μια επιτυχημένη φόρμουλα – τζαζ εκτελέσεις δημοφιλών βραζιλιάνικων τραγουδιών μαζί με τις εμπλουτισμένες με σάμπα εκδοχές των επιτυχιών της εποχής.
Σημείωσαν την πρώτη τους μεγάλη επιτυχία με το Mas Que Nada, μια διασκευή ενός πρωτότυπου τραγουδιού του Jorge Ben.
Υπάρχει «κάτι πολύ μαγικό σε αυτό το άσμα», θυμήθηκε αργότερα ο Μέντες. «Οι άνθρωποι αγαπούν αυτό το τραγούδι – παντού στον κόσμο».
Ήταν το πρώτο τραγούδι στην πορτογαλική γλώσσα που έγινε παγκόσμια επιτυχία και οδήγησε το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ των Brasil ’66 στο top 10 των αμερικανικών charts.
*Με πληροφορίες από: BBC