Αντιμέτωπο με τη δυσαρέσκεια που σωρεύεται από άλυτα προβλήματα στην καθημερινή ζωή και χωρίς ακόμα να έχει κερδίσει το στοίχημα μιας – έστω συγκρατημένης – ανάκαμψης προσέρχεται το Μαξίμου στην αφετηρία της πολιτικής «χρονιάς». Η κυβέρνηση θέλει να δείχνει ότι κοιτάζει αποκλειστικά στον… καθρέφτη, παλεύοντας να διορθώσει προηγούμενες αστοχίες και καθυστερήσεις της και να χτίσει θετική οικονομικο-κοινωνική ατζέντα. Στην πραγματικότητα το γαλάζιο στρατόπεδο κοιτάζει με προβληματισμό τον δικό του εγκλωβισμό στα… χαμηλά των ευρωεκλογών σε συνδυασμό με τον χαοτικό κατακερματισμό στο αντιπολιτευτικό τοπίο. Από τη μία υπάρχει η καθήλωση όλων και η απουσία ενός δυνατού αντιπάλου για την κυβέρνηση – εν αναμονή των εσωκομματικών εξελίξεων σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ που θα αναδιαμορφώσουν δυναμικές και ισορροπίες στους επόμενους μήνες. «Δεν έχουμε μέτρο σύγκρισης» παραδέχεται γαλάζιο στέλεχος. Από την άλλη υπάρχει ανησυχία για τυχόν ενίσχυση ενός αντισυστημικού κύματος, όσο κυβέρνηση και αντιπολίτευση παρασέρνονται στην ασταμάτητη δίνη των προβλημάτων τους και όσο αυξάνονται τα ακροατήρια – οι «αψήφιστες ψήφοι» κατά την προεκλογική ορολογία του Κυριάκου Μητσοτάκη – που δυσανασχετούν με προσεγγίσεις, αποφάσεις και χειρισμούς από τις βασικές πολιτικές δυνάμεις. Αλλωστε την ώρα που η κυβέρνηση ανασχεδιάζει στρατηγικές, αναζητώντας νέα πυξίδα τριετίας, η αντιπολίτευση παραμένει πολύ… μακριά, χωρίς κέρδη από τη δεδομένη κυβερνητική φθορά, τροφοδοτώντας άρα και εκείνη το κλίμα αποστασιοποίησης.
Τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων επιβεβαιώνουν το ρευστό περιβάλλον.
Ενδεικτικό το υψηλό ποσοστό της «αδιευκρίνιστης ψήφου», που περιλαμβάνει τα… πάντα: τον «Κανένα» που επιβεβαιώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στους «πρωταγωνιστές» της πολιτικής ζωής ως προς την επίλυση όσων τους απασχολούν, όσους τηρούν στάση αναμονής χωρίς κομματικές ταυτίσεις, τους αδιάφορους. Αυτή η δεξαμενή μετριέται λίγο πάνω ή λίγο κάτω του 20% (MRB, Opinion Poll). Δηλαδή, ως… δεύτερο κόμμα. Και μπορεί αυτό να συνδέεται εν μέρει με τον σημερινό «νεκρό» πολιτικο-εκλογικό χρόνο, ωστόσο δεν παύει, κατά τους αναλυτές, να λειτουργεί ως προειδοποίηση.
Το διπλό στοίχημα του Μαξίμου είναι να ανοίξει το συντομότερο ο κυβερνητικός βηματισμός αφενός με πειστικό αφήγημα, αφετέρου με αποδείξεις για την «αποτελεσματικότητα» που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση. Στο πρωθυπουργικό επιτελείο περιμένουν να δουν αρχικά πώς θα «γράψει» δημοσκοπικά η πρωθυπουργική παρουσία στη Θεσσαλονίκη και σε δεύτερο χρόνο εάν η κυβερνητική έμφαση στην καθημερινότητα θα είναι αρκετή, ως προσέγγιση, για αλλαγή κλίματος.
Στο επιτελείο του Μητσοτάκη υπάρχει η πεποίθηση ότι οι γρήγορες «λύσεις» και η συνέπεια μεταξύ δεσμεύσεων και πράξεων μακροπρόθεσμα είναι παράγοντες κλειδιά για την αναχαίτιση οποιουδήποτε αντισυστημικού ρεύματος. Με τα λόγια κυβερνητικού αξιωματούχου, «εφόσον εμφανιζόμαστε «γειωμένοι» στις απαιτήσεις του κόσμου, δεν θα υπάρξει απειλή».
Η καλλιέργεια προσδοκιών, άρα, αναγνωρίζεται από τους κυβερνώντες ως άλλη μία επείγουσα πρόκληση. Το ίδιο τονίζουν αναλυτές και δημοσκόποι. «Δεν το συζητάμε πια, αλλά ας μην το ξεχνάμε: είχαμε τεράστιο ποσοστό αποχής στις τελευταίες εκλογές», σχολιάζει έμπειρος αναλυτής.
Προσώρας τα κομματικά γραφεία καταγράφουν στις μετρήσεις κόπωση και απαισιοδοξία. Τελευταία μέτρηση (MRB/Open) δείχνει μόνο έναν στους 10 να θεωρεί ότι τα πράγματα «πάνε αρκετά/πολύ καλά» στη χώρα και το 63,3% να ταυτίζεται με την απάντηση «αρκετά/πολύ κακά». Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό του τελευταίου εξαμήνου.
Σταθεροί οι «μικροί»
Ταυτόχρονα κρατούν δυνάμεις, αν δεν ενισχύονται κιόλας, οι «μικροί» του πολιτικού φάσματος ως υποδοχείς της κοινωνικής δυσφορίας. Ως τέτοιες περιπτώσεις καταγράφονται δημοσκοπικά τα κόμματα της Ζωής Κωνσταντοπούλου και της Αφροδίτης Λατινόπουλου – από τα αριστερά και τα δεξιά της πολιτικής σκηνής, αντίστοιχα. Σε ό,τι αφορά πάντως το ακροδεξιό τοπίο (στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτό «μαζεύει» περισσότερο την αντισυστημική ψήφο σε σχέση με ακροαριστερούς σχηματισμούς) η κυβερνητική ανάγνωση παραμένει σταθερή: δεν υπάρχει ενιαία συσπείρωση, ούτε συνεργασία μεταξύ προσώπων που διεκδικούν προβολή, ούτε η προσωπικότητα που θα άλλαζε δεδομένα, όπως έχει συμβεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.