Αν και γεράσαμε επιτυχώς, όταν πάμε για μπάνιο βοά ακόμα εντός μας η αποτρεπτική φωνή της μητέρας που λέει «Μην πας στα βαθιά», ή το γνωστό «κολύμπα μέχρι εκεί που πατώνεις», απ’ την εποχή που, μικροί, βουτούσαμε στη θάλασσα. Ηταν η φωνή μιας μάνας ή ενός πατέρα που δεν είχαν ιδέα από κολύμβηση, κι όταν μπαίνανε στο νερό κάνανε τα γνωστά του κάθε άσχετου, δηλαδή το στυλ «σκυλάκι», ή πλατς το χέρι, μπλουμ το πόδι. Ετοιμοι για πνιγμό. Το ωραιότερο ήταν όταν έλεγε ο μπαμπάς «έλα να σου μάθω κολύμπι», ενώ δεν είχε ιδέα. Γρυ. Κανείς δεν τους το είχε διδάξει, σε μια χώρα που βρέχεται κατά μέγιστο μέρος από θάλασσα, κι όπου δεν ξέρουν να κολυμπούν ούτε καν οι ίδιοι οι ναυτικοί, ή οι ψαράδες. (Αμα αναποδογυρίσει η βάρκα, οι πιο πολλοί πάνε σούμπιτοι στον πάτο ωσάν να ήτανε τσομπάνηδες της Πίνδου).
Το πράγμα θυμίζει εκείνη την ιστορία κάποιου που τον ρώτησαν ποια η γνώμη του για τη θάλασσα κι εκείνος απάντησε: «Δεν έχω ιδέα, έκανα τη θητεία μου μέσα σε υποβρύχιο». Κάνω αναφορά σε αυτά με αφορμή τον αποτρόπαιο πνιγμό του μικρού κοριτσιού σε πισίνα μιας κατασκήνωσης στη Χαλκιδική: εντάξει, διέφυγε της προσοχής του υπευθύνου, η ναυαγοσώστρια δεν ήταν εκεί, η πισίνα δεν προστατεύονταν από κάγκελα, αλλά: εάν το δεκάχρονο κοριτσάκι είχε διδαχτεί επίπλευση και κολύμβηση από την Α’ Δημοτικού όπως γίνεται σε όλα τα σχολεία της Ευρώπης τότε δεν θα είχε πνιγεί σε καμία περίπτωση – επιπλέον: θα μάθαινε να απολαμβάνει πραγματικά τη θάλασσα, διότι όποιος δεν έχει επίσημα διδαχτεί να κολυμπάει κανονικά, κολυμβητικά, πάντα φοβάται το νερό και πάντα κινδυνεύει, δηλαδή αποκλείει την απόλαυση του υγρού στοιχείου που είναι το βασικό, υπαρξιακό στοιχείο της φύσης της χώρας του. Δεν ζούμε στην Ουγγαρία, αλλά στην Ελλάδα με τα άπειρα νησιά και τα πιο διάφανα νερά. (Αν εξαιρέσεις τα κολοβακτηρίδια κι ότι όλοι κατουρούν μπαίνοντας στο ένα μέτρο βάθος).
Ρώτησα πριν από λίγα χρόνια τον διάσημο εγγλέζο κολυμβητή μεγάλων αποστάσεων Μάικλ Ριντ, τον οποίο είχα συνοδεύσει δυο φορές στον διάπλου του Τορωναίου Κόλπου, από πόσων χρόνων κολυμπάει (ήταν τότε στα εβδομήντα του) και μου απάντησε: «Στα έξι μου χρόνια ήμουν στην κολυμβητική ομάδα του σχολείου». Δηλαδή στην Αγγλία, τότε, πριν από ογδόντα χρόνια, αλλά και από παλιότερα, διδάσκουν στα δημοτικά σχολεία κολύμβηση σε όλα τα παιδάκια –ενώ θυμάμαι ακόμα και το εξής οδυνηρά και δύσκολα αποδεκτό: στη γειτονιά που μεγάλωσα στη Χαριλάου Θεσσαλονίκης, στο άλσος της Νέας Ελβετίας, όταν ήρθαν οι Ναζί τον Απρίλιο του 1941, και στρατοπέδευσαν λίγο παρακάτω, το πρώτο που έκαναν ήταν μια άψογη, τσιμεντένια, κολυμβητική πισίνα με βατήρα, εντός του άλσους, στην οποία εμείς κατόπιν, δεκαετία του εξήντα, μπαίναμε (άδεια πια από νερό) ως παιδιά και παίζαμε. Απ’ την άλλη, μέχρι τα σαράντα μου, σε όλη τη Θεσσαλονίκη, πόλη ενός εκατομμυρίου, δεν υπήρχαν παρά μόνο δύο πισίνες, της ΧΑΝΘ και του Ποσειδωνίου – ενώ κάθε χρόνο, τότε, ακόμα και τώρα συνεχίζουν να πνίγονται στις ελληνικές παραλίες πεντακόσια άτομα κάθε καλοκαίρι, ως ενιαύσια θυσία στον Ποσειδώνα, λόγω ασχετίλας. (Να μια άλλη εκδοχή του επαρχιωτισμού ενός παράλιου λαού, φημισμένου, εξάλλου, για τη ναυτοσύνη του – σαν να ζεις στον Κίσσαβο και να μην ξέρεις τι θα πει πρόβατο).
Θυμάμαι, λοιπόν, την ερώτηση: Καλέ, πατώνεις; Αυτή είναι η αγωνία του φοβικού κι άσχετου με το νερό, που δεν του έμαθαν με πέντε – δέκα απλά μαθήματα να κολυμπάει και να μην πνίγεται σε μια κουταλιά νερό – ακόμα και στη διαβόητη, ρηχή πισίνα του Κασσελάκη θα μπορούσε να πνιγεί λες και βρέθηκε σε παράφορο ωκεανό. Διότι οι περισσότεροι Ελληνες αντιμετωπίζουν τη θάλασσα με τρόμο, ως ορεσίβιοι. Και βέβαια σε αυτό ελάχιστα φταίμε οι ίδιοι γιατί από καταβολής ελληνικού κράτους δεν υπήρξε ποτέ δημόσιο σχολείο με πισίνα, αλλά ούτε και έχει ποτέ εκπονηθεί εκπαιδευτικό πρόγραμμα για να διδάσκονται τα μικρά παιδιά, από Α’ Δημοτικού να κολυμπούν, έστω στη θάλασσα, που βρίσκεται παντού – καθότι η κολύμβηση δεν μαθαίνεται, αλλά μόνο διδάσκεται από ανθρώπους που την έχουν επίσημα διδαχθεί. Δεν είναι πλάτσα πλούτσα κι ό,τι μας έρθει στο κεφάλι.
Τώρα, λοιπόν, που αποφασίστηκε να ακαναινιστούν τα σχολεία βάσει πρόσφατου προγράμματος, καλό θα ήταν να σκεφτούμε το μεγαλειώδες όραμα της δημιουργίας πεντακοσίων νέων, σύγχρονων σχολικών κτιρίων σε όλη την επικράτεια, με ευρωπαϊκές προδιαγραφές, χώρους άθλησης, γυμναστήρια και βέβαια με πισίνες και ειδικούς δασκάλους. Για να μάθουνε τα παιδάκια να κολυμπούν, ή έστω να επιπλέουν από έξι ετών. Διότι έχουμε το δημογραφικό, τα άγρια φυσικά φαινόμενα, έχουμε τα τροχαία, αλλά τουλάχιστον οι Ελληνες να μην αυτοκτονούν και διά του πνιγμού. Και δεν αντέχεται πια, ο πιο θαλασσινός λαός να φοβάται να μπει στο νερό. Να μην μπορεί, ασφαλής, με γνώση και αυτοπεποίθηση, να βιώσει την ψυχή και το μεγαλείο της ελληνικής θάλασσας. Εξάλλου, το να επιπλέεις, εν γένει, είναι μια ευρύτερη τέχνη. (Ξεχνώντας ακόμα και τα όποια κολοβακτηρίδια).