Η ΔΕΘ έρχεται και, όπως κάθε χρόνο, σηματοδοτεί την έναρξη του εγχώριου πολιτικού κύκλου. Μόνο που φέτος είναι χρονιά στρογγυλής επετείου – τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης –, άρα η ματιά μας δικαιούται – οφείλει – να είναι μακροσκοπική.

Ο βασικός τομέας που συνδέεται, παραδοσιακά και συμβολικά, με τη σεπτεμβριανή «άνοδο» στη Θεσσαλονίκη του Πρωθυπουργού, και σχεδόν σύσσωμης της κυβέρνησης, είναι η οικονομία. Για πολλά χρόνια, σχεδόν κάθε χρόνο μέχρι την «περίοδο των Μνημονίων», η ΔΕΘ ήταν συνώνυμη με οικονομικές υποσχέσεις, δηλαδή με αναγγελία παροχών, έστω και αν, στη συνέχεια, δεν υλοποιούνταν όλες. Η «παροχολογία» αποτελεί πάγιο χαρακτηριστικό όλης της Μεταπολίτευσης και αναδεικνύει μια σειρά από δομικά στοιχεία της. Τον πατερναλιστικό χαρακτήρα άσκησης της εξουσίας, που εγκαινίασε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οριστικοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τη χρήση του κρατικού ταμείου για άντληση πολιτικών – κομματικών, και πάντως σίγουρα επικοινωνιακών, ωφελειών από την εκάστοτε κυβέρνηση. Την υλοποίηση «κοινωνικής πολιτικής», δηλαδή την προσπάθεια βελτίωσης του επιπέδου ζωής των πολιτών, και μιας στοιχειώδους «αναδιανομής», δηλαδή εξισορρόπησης των οικονομικών ανισοτήτων, μέσου «επιδοματικού» τύπου μέτρων: αυξήσεις μισθών και συντάξεων, απαλλαγές από φορολογία και βάρη, δημιουργία ειδικών ωφελημάτων. Στη διαδρομή της Μεταπολίτευσης, η οικονομική αυτή επιλογή είχε κρίσιμες συνέπειες. Την αύξηση της ισχύος του κράτους, τη σύμμειξη, για να το πούμε κομψά, του κράτους με την κυβέρνηση και την παγίωση μιας στρεβλής σχέσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Επίσης, την αποφυγή μακροχρόνιου σχεδιασμού, αφού, κάθε χρόνο, έπρεπε, αναλόγως των πολιτικών συνθηκών, να υπάρχει χώρος για υποσχέσεις. Μαζί και μετά το Μνημόνιο, η «παροχολογία» άλλαξε πρόσωπο και έκταση, αλλά δεν καταργήθηκε. Η σημερινή κυβέρνηση είναι πειστικότερη στην κοστολόγηση και κάνει προσπάθεια εστίασης των μέτρων, όμως δεν λείπουν, και φέτος, ούτε τα «καλάθια», ούτε τα «πακέτα» (για συνταξιούχους, μισθωτούς, ελεύθερους επαγγελματίες), ούτε οι αναπόφευκτες, αλλά κενές, αναφορές στην «καθημερινότητα». Το πρόβλημα της χώρας, η διάσταση μεταξύ της υπαρκτής βελτίωσης της «οικονομίας των αριθμών» και της ανεπαρκούς αναβάθμισης της πραγματικής οικονομίας και του παραγωγικού μοντέλου, φοβούμαι ότι δεν αντιμετωπίζεται με διαιώνιση αυτής της λογικής.

Πέρα από την οικονομία, η ΔΕΘ δοκιμάζει τα αντανακλαστικά, και προδιαγράφει τις τάσεις, του πολιτικού συστήματος, το οποίο, φέτος, βρίσκεται σε κατάσταση υπόγειου αναβρασμού και, ίσως, επικείμενης ρευστοποίησης. Η – αριθμητική και πάλι – κυριαρχία της κυβέρνησης δεν δείχνει να απειλείται, αλλά η ποιοτική της υπεροχή δέχεται πλήγματα από την αρχή μιας δεύτερης θητείας με πολλές, και αδικαιολόγητες, κάμψεις: συνοχής, έργου, εικόνας, εσωτερικής και διεθνούς – οι υποκλοπές και γενικά οι υποχωρήσεις του κράτους δικαίου έχουν παίξει ρόλο. Βέβαια η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε πορεία εξαΰλωσης, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη, τουλάχιστον για αυτή τη στήλη, που είχε από πέρσι διαβλέψει ότι το «φαινόμενο Κασσελάκη» οδηγούσε νομοτελειακά το κόμμα του σε προ του 2015 δυναμική – αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα σε ευτελισμό. Τα πράγματα στο ΠΑΣΟΚ είναι καλύτερα – από πλευράς σοβαρότητας, σύντομα θα φανεί αν και από πλευράς ελπίδας –, η αναβάθμιση, όμως, της πολιτικής λειτουργίας δεν μπορεί να έρθει αποκλειστικά από το τρίτο κόμμα, αμφιβάλλω δε αν ενδιαφέρει την κυβέρνηση, στη ΔΕΘ και γενικώς. Πάντως η Μεταπολίτευση έχει δείξει πως ό,τι δεν ανανεώνεται σαπίζει, ενώ η σημερινή κατάσταση της Ελλάδας και του κόσμου δεν δίνει την παραμικρή προοπτική σε ό,τι σαπίζει.