Στη διεθνή σκακιέρα οι συσχετισμοί δεν είναι ποτέ δεδομένοι. Μπορεί να ανατραπούν, κυρίως γιατί αλλάζουν οι συνθήκες. Στην πρώτη διετία της θητείας Μπάιντεν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αντιμετωπιζόταν περίπου ως απόβλητος της διεθνούς σκηνής. Ο αμερικανός πρόεδρος απέφευγε συστηματικά να τον συναντήσει στις συνόδους, πολύ περισσότερο να τον προσκαλέσει στον Λευκό Οίκο, ενώ οι ΗΠΑ διέγραψαν την Τουρκία από τη λίστα των F-35. Οι μισοί ευρωπαίοι ηγέτες τον χαρακτήριζαν δημόσια ή παρασκηνιακά δικτάτορα» – και ο Μακρόν με τον Ντράγκι τον έδειχναν με το δάκτυλο ως καθεστωτικό παράδειγμα που εγκυμονεί κινδύνους και για την περιφερειακή και διεθνή ασφάλεια. Το Ισραήλ και η Αίγυπτος είχαν σχεδόν διακόψει διπλωματικές σχέσεις με την Αγκυρα. Στο εσωτερικό, δε, την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού, εκατομμύρια Τούρκοι δυσκολεύονταν να προμηθευτούν ακόμη και τα απαραίτητα από τα σουπερμάρκετ και τις λαϊκές. Η διεθνής κοινότητα έστρεφε την πλάτη στον αυταρχικό Ερντογάν και με τη βεβαιότητα ότι ο κύκλος του είχε ολοκληρωθεί και οι εκλογές του 2023 θα τον οδηγούσαν στην έξοδο. Εναν χρόνο μετά, ο Ερντογάν όχι μόνον είναι εδώ, αλλά το σκηνικό δείχνει να έχει αντιστραφεί – οι περισσότεροι σπεύδουν ξανά να του ανοίξουν την πόρτα.

Ο τούρκος πρόεδρος θα εμφανιστεί σε δύο εβδομάδες στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, με ύφος ηγέτη που ακολουθεί τη συνταγή «ο πωλών τοις μετρητοίς». Με Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς να βρίσκονται στην κορύφωση της προεκλογικής εκστρατείας, ελάχιστοι στις ΗΠΑ θα σπεύσουν να τον στοχοποιήσουν. Ο Ερντογάν αναζητεί ήδη παράθυρο επιστροφής της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35, ενώ ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ θα τον υποδεχθεί με τη βεβαιότητα ότι αποτελεί το «κλειδί» για επανεκκίνηση του Κυπριακού. Ο Μακρόν έχει ανοίξει ξανά τους διαύλους με το Ακ Σαράι και οι Ιταλοί, με τη Μελόνι πλέον στο τιμόνι, έφθασαν προσφάτως στην Αγκυρα με το μισό υπουργικό συμβούλιο. Ο Ερντογάν άπλωσε προχθές το κόκκινο χαλί για τον αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι και μόνον ο Νετανιάχου έχει απομείνει να συντηρεί ένα σκηνικό σύγκρουσης, μόνο και μόνο επειδή ο Ερντογάν επιδιώκει να εμφανιστεί ως «πατερούλης» των Παλαιστινίων. Πριν από τον πόλεμο με τη Χαμάς, ωστόσο, ακόμη και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ είχε αρχίσει να κινείται σε τροχιά επαναπροσέγγισης. Μέσα σε όλα αυτά, ο Ερντογάν αποφασίζει μαζί με το ΝΑΤΟ και τους G-20 να προσθέσει την Τουρκία και στην ομήγυρη των BRICS, ενώ παραμένει σταθερός συνομιλητής του Πούτιν (και σε μια πρώτη οπτική, παραδόξως και του Ζελένσκι…) που τυπικώς τον περιμένει όλη η Δύση με υπογεγραμμένα εντάλματα σύλληψης. Το τουρκικό αίτημα για ένταξη στους BRICS ήταν και το μόνο που την τελευταία περίοδο προκάλεσε κάποια αντίδραση από τις Βρυξέλλες, οι οποίες ανέφεραν ότι «οι υποψήφιες χώρες (οφείλουν) να ευθυγραμμίζονται με τους ευρωπαϊκούς κανόνες». Για αρκετούς, ακόμη και πίσω από αυτά τα ψήγματα δυσφορίας, το μήνυμα είναι ότι ο ευρωπαϊκός δρόμος της Τουρκίας παραμένει ανοικτός.

Η περίπτωση Ερντογάν προφανώς επιβεβαιώνει δύο αιώνες μετά τον βρετανό πρωθυπουργό στη βικτωριανή εποχή, λόρδο Πάλμερστον, ο οποίος είχε αποφανθεί ότι «τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Εχουν μόνο σταθερά συμφέροντα». Το γνωρίζει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης και στη βάση αυτή, εν πολλοίς, θα αναδείξει σήμερα από το βήμα της ΔΕΘ το νέο πλάνο στα εθνικά, κατά βάση στα ελληνοτουρκικά. Η διαδικασία προσέγγισης με την Αγκυρα όχι μόνον δεν πρέπει να ανακοπεί, αλλά αναζητείται σχέδιο εμβάθυνσης – με απώτερο στόχο τα ελληνοτουρκικά να παραπέμπουν, ως όρος, σε σχέσεις και όχι σε προβλήματα. Στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν καταλήξει ότι οι έκρυθμες καταστάσεις στην ευρύτερη γειτονιά και, πολύ περισσότερο, οι πολεμικές συγκρούσεις σε Ουκρανία και Γάζα, έχουν ευνοήσει τον τούρκο πρόεδρο. Οχι τόσο γιατί  ανέκτησε την εμπιστοσύνη των Δυτικών, αλλά επειδή ουδείς θα επιθυμούσε περισσότερες εστίες αποσταθεροποίησης στην περιοχή μας. Η διαφορά είναι ότι, με τον Ερντογάν να έχει επιστρέψει, ο Μητσοτάκης είναι εκείνος που αναζητεί στον άξονα Θεσσαλονίκη – Νέα Υόρκη μια νέα αφετηρία.