Στον Πάνο Δημητρόπουλο δεν χρωστάμε απλώς εξαίρετους στίχους και έναν αγώνα για το νέο καλό ελληνικό τραγούδι. Είναι ένας πολυμήχανος άνθρωπος, για όσους τον ξέρουν, με βαθιά έγνοια της συνέχειας και της μνήμης, ενώ έχει ένα θαυμαστό χαρακτηριστικό: δίνει σχήμα στα όνειρά του, ξέρει να διαμορφώνει το πλαίσιο για να ξαναπιαστεί το νήμα του Συλλογικού. Μια τέτοια του επιτυχία είναι η αναβίωση και συνέχιση της θρυλικής μπουάτ «Απανεμιά» στην Πλάκα και η παρηγορητική του επιμονή να είναι ένα στέκι όπου ιεραρχούνται ο ήχος, η μουσική, η μυσταγωγική επαφή του δημιουργού με τον ακροατή που περνάει την πόρτα του μικρού μα ουσιαστικού αυτού χώρου. Ο Δημητρόπουλος όμως έχει και έναν ευρύ προβληματισμό και στοχασμό πάνω στο ελληνικό τραγούδι, που είναι και η αφορμή για τη σημερινή συνέντευξη, όπως και οι πρόσφατες εργασίες του με τον Ηλία Λιούγκο και τον Γιώργο Νικηφόρου Ζερβάκη.

Να ξεκινήσουμε από τις πιο πρόσφατες στιχουργικές σας εργασίες. Το «Δέντρο Βορινό» με τον Ηλία Λιούγκο. Και το «Ομερτά» με τον Γιώργο Νικηφόρου Ζερβάκη. Δύο ερμηνευτές, κατ’ αρχάς άλλης γενιάς, ο Λιούγκος από τα έγκατα της χατζιδακικής μήτρας, ο Ζερβάκης, ναι μεν γνωστός από τη συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, πάντως νεότερος. Πώς φτάσατε στον καθέναν από τους δύο;

Ναι, είναι όντως δυο ξεχωριστές περιπτώσεις μέσα στο ευρύ φάσμα της μουσικής. Η συνεργασία με τον Ηλία έγινε λόγω του μεγάλου θαυμασμού που έχω στο πρόσωπό του και στη δουλειά του. Με τη φωνή του Ηλία Λιούγκου πέρασα τα ωραιότερα χρόνια της εφηβείας μου, ήταν λοιπόν σαν να εκπλήρωνα μια κρυφή μου επιθυμία την οποία ο Ηλίας την πραγματοποίησε με χαρακτηριστική μαεστρία. Από την άλλη, η δουλειά με τον Γιώργο Νικηφόρου Ζερβάκη προέκυψε μέσα από τη ζύμωση που γίνεται με τους δημιουργούς της γενιάς μου στο υπόγειο της Απανεμιάς και τις κοινές αναφορές μας.

Υπάρχει νήμα που πιστεύετε πως συνδέει τις δυο δουλειές και τι είχατε ξεχωριστά στον νου σας όταν γράφατε για τον καθένα εκ των Λιούγκο, Ζερβάκη;

Γράφοντας το «Είμαι δέντρο βορινό» είχα στον νου μου τον βίο του Ηλία Λιούγκου, την καταγωγή του από την επαρχία, όπως και τη δική μου, τη σμιλευμένη αισθητική του, τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, την ευγένειά τους. Το «Ομερτά» γράφτηκε στην περίοδο της καραντίνας και είναι λίγο πιο αιχμηρό. Ο μόνος κοινός παρονομαστής στις δυο δουλειές είναι ότι έχω γράψει εγώ τους στίχους αλλά δεν θα έλεγα ότι συνδέονται διαφορετικά, το καθένα υπηρετεί άλλη ιδέα. Για παράδειγμα, το έργο που γράψαμε με τον Ηλία διακρίνεται από μια ανιδιοτέλεια, ο δίσκος «Ομερτά» είναι κοινωνικός εκφράζοντας μια δυσπιστία ως προς το σύστημα.

Παράλληλα στο τραγούδι «Του Ανθρώπου το Μυστήριο», σε μουσική του Βασίλη Προδρόμου, σαράντα (!) τραγουδιστές της νέας γενιάς λένε στίχο σας; Τι βάση δίνετε στη νέα δημιουργία και πώς αντιμετωπίζετε (και αντιμετωπίζεται) η έλλειψη μεγάλης δισκογραφίας σήμερα;

Αυτό είναι ένα θέμα που θα έλεγα απασχολεί τους περισσότερους σύγχρονους δημιουργούς στον χώρο της μουσικής και της στιχουργίας. Η δισκογραφία παρείχε κάποιου είδους ασφάλειας στον δημιουργό, που του επέτρεπε να ασχοληθεί απερίσπαστος με το έργο του. Τώρα ο δημιουργός καλείται να συντονίσει και να επικοινωνήσει το έργο από μόνος του. Που σημαίνει να επιλέξει συνεργασίες, να γνωρίζει από παραγωγή, να ξέρει από ηχοληψία, να κατέχει από social media. Αυτό απαιτεί από μόνο του επαυξημένες δεξιότητες έξω από τον πυρήνα του τραγουδιού. Βέβαια σκηνές όπως η ποπ, η τραπ και η λαϊκο-ποπ έχουν άλλους τρόπους να δημιουργούν και να επικοινωνούν τις δουλειές τους. Θεωρώ ότι υπάρχουν αξιόλογοι νέοι συνθέτες, στιχουργοί και ερμηνευτές. Πιστεύω όμως ότι είναι πρακτικά αδύνατον κάποιος τραγουδοποιός να μπορεί ταυτόχρονα να είναι μάγος ως συνθέτης, μύστης ως στιχουργός και ιερουργός ως ερμηνευτής, ώστε να κερδίσει το τραγούδι την «αθανασία» του.

Πώς ξεκινήσατε να γράφετε στίχο και ποιες οι βασικές σας επιρροές;

Ξεκίνησα γράφοντας ποιήματα και ποιητικούς μονολόγους. Δυο από αυτά μάλιστα, «Ο χρόνος ερωτικός» και το «Κόρη αδάμαστη», είχαν την τύχη να μελοποιηθούν ως ολοκληρωμένα έργα από τον Λουκά Θάνο και να ερμηνευτούν, το πρώτο από τον Σταύρο Σιόλα και το δεύτερο από τον Γιώργο και τον Νίκο Στρατάκη. Οταν η Απανεμιά ήρθε στη ζωή μου, και με την καθημερινή τριβή με τα τραγούδια πέρασα πλέον στον στίχο. Στις βασικές επιρροές μου στην ποίηση βάζω την προσωκρατική φιλοσοφία, τον Ουόλτ Ουίτμαν, τον Νερούδα και τον Καβάφη. Στον στίχο θα έβαζα τον Γκάτσο και τον Καββαδία ως πρότυπα. Ωστόσο λόγω της Απανεμιάς, η καθημερινή μου συναναστροφή με πολλούς φίλους καλλιτέχνες και δημιουργούς θα έλεγα πως είναι η βασικότερη επιρροή η όποια διαρκώς με διαμορφώνει.

Θα μας πείτε την πρώτη σας δισκογραφημένη δουλειά και ορισμένες από τις σημαντικότερες που έχετε; Π.χ. με τον Λουκά Θάνο, έναν σπουδαίο μα και ιδιότυπο δημιουργό που μόλις αναφέρατε.

Η πρώτη μου δισκογραφημένη δουλειά είναι ο δίσκος «Κοιτάσματα» σε μουσική του Λεωνίδα Μπαλάφα με ερμηνευτή τον Πέτρο Μάλαμα. Ακολούθησαν οι μελοποιήσεις από τον Λουκά Θάνο στα δύο εκτενή ποιήματα που προανέφερα όπου η ιδιοτυπία αυτών των έργων είναι ότι ο στίχος είναι ανομοιοκατάληκτος και ελεύθερος. Μετά ήρθε ο λαϊκός δίσκος «Απλά» σε μουσική του Λεωνίδα Μπαλάφα, με ερμηνευτή τον Μπάμπη Στόκα και σολίστ του μπουζουκιού τον Μανώλη Πάππο. Από τις μεμονωμένες συνεργασίες με ερμηνευτές και συνθέτες ενδεικτικά μπορώ να αναφέρω τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τη Λένα Πλάτωνος, τον Κ. Βήτα, τον Βασίλη Σκουλά, τους Πυξ Λαξ, τον Ρους, τη Βιολέτα Ικαρη, τον Νίκο Πλάτανο, τον Αντώνη Απέργη, τον Βασίλη Προδρόμου, τον Κώστα Παυλίδη, τον Ντάσο Κούρτη, τον Φώτη Σιώτα, τον Γιάννη Ταυλά, τον Ισίδωρο Πάτερο, τη Γεωργία Νταγάκη, την Αγγελική Τουμπανάκη κ.ά.

Πώς αντιλαμβάνεστε τον λόγο στην εποχή των greeklish, της τεχνολογίας και του κατακερματισμού της αφήγησης; Ο Ακης Πάνου ιεραρχούσε τον στίχο, όχι τη μουσική για παράδειγμα.

Φαίνεται πως η χρήση της τεχνολογίας έχει ατροφήσει τη φαντασία μας και δεν βοηθάει στο να εμβαθύνουμε στον λόγο. Για εμένα η τέχνη του λόγου είναι η απόλυτη μαγεία. Ο φιλόσοφος Σωκράτης είναι ο πατέρας τού «ορίζεσθαι καθόλου των λέξεων», δηλαδή προσπάθησε να ορίσει καθολικά τη σημασία κομβικών λέξεων όπως το δίκαιο, το καλό και το ωραίο, έτσι ώστε να φτιαχτεί μια βάση δεδομένων για να μπορούν οι άνθρωποι να επικοινωνούν ουσιαστικά μεταξύ τους. Εχει μεγάλη σημασία το πώς εκφραζόμαστε, ο Νίτσε, ο οποίος ήταν και φιλόλογος, μας είπε ότι σημασία δεν έχει να γίνουμε γλωσσοπλάστες και να φτιάχνουμε καινούργιες λέξεις, αλλά να δίνουμε νέο βάθος και βάρος στις ήδη υπάρχουσες λέξεις. Σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, κάθε στιγμή προστίθενται καινούργιες λέξεις γεννημένες από την ανάγκη της επικοινωνίας που ίσως νοθεύουν την καθαρότητα της γλώσσας. Εδώ τις λέμε greeklish, ωστόσο η κάθε λέξη είναι μια διαφορετική σκέψη, άλλη οπτική γωνία. Υπάρχουν πανάρχαιες ελληνικές λέξεις που τις χρησιμοποιούμε ακόμα και σήμερα, οι οποίες είναι μυκηναϊκές (για φαντάσου!) και εκφράζουν ηχητικά την οντότητα του αντικειμένου, για παράδειγμα η λέξη «ξίφος» όταν προφέρεται είναι σαν η λέξη να σχίζει τον αέρα, ή το «ύδωρ» που όταν προφέρεται είναι σαν ν’ ακούς το νερό που κυλάει. Ο πλούτος της γλώσσας μας είναι σπάνιος και οφείλουμε να τον καλλιεργούμε μέσω της παιδείας. Εχω γράψει σε ένα ποίημα «αλίμονο στους κυβερνήτες κι αλίμονο στους ποιητές να φιδοσέρνονται πανάρχαια σχολεία και να σφυρίζει σαν οχιά η εγκατάλειψη».

Αρα πιστεύετε πως ο λόγος είναι πάνω απ’ όλα.

Τώρα για το εάν ο λόγος είναι σημαντικότερος από τη μουσική θα πω ότι η μουσική διέπει όλες τις μορφές της τέχνης, η μουσική είναι παντού. Ο στίχος από μόνος του έχει μουσικότητα, όπως κανονικά θα έπρεπε να έχει και ο καθημερινός μας λόγος. Εχει χαθεί η προσωδία του λόγου μας, δηλαδή ο τονισμός, η μελωδία, ο ρυθμός της πρότασης, και αυτό είναι μια μεγάλη απώλεια. Ο λόγος έχει ψυχοσωματική επίδραση, το βλέπουμε άλλωστε στην κωμωδία και στην τραγωδία, όπου τη μια τραντάζεσαι στα γέλια, την άλλη κλαις με λυγμούς, μπορεί να προκαλέσει εμετό ή να θεραπεύσει. Πάντως ο Πλάτωνας στο άρμα του Δία βάζει τον φιλόσοφο-ποιητή και τον μουσικό μαζί. Υπάρχουν σήμερα γόνιμες δυνάμεις στο ελληνικό τραγούδι και πώς τα καταφέρνουν λόγω χώρων, δίσκων, στενότητας εκφραστικών μέσων; Ναι, σαφώς και υπάρχουν αξιόλογοι και βαθιά εμπνευσμένοι δημιουργοί που υπηρετούν με συνέπεια και αφοσίωση το ελληνικό τραγούδι. Για κάποιον λόγο τα ισχυρά μέσα αρέσκονται σε ήδη γνωστές επιλογές του παρελθόντος δίνοντας μικρό βήμα σε νέους καλλιτέχνες και νέα τραγούδια.

Βοηθάει το Διαδίκτυο;

Η επικοινωνία μιας δουλειάς μέσα από το Διαδίκτυο όντως μπορεί να βοηθήσει αλλά όπως μου είπε κάποτε ο αγαπημένος φίλος Αχιλλέας Θεοφίλου «ο μόνος λόγος που οι Αμερικάνοι δεν έχουν ελέφαντα στο σαλόνι τους είναι επειδή δεν τον διαφημίζουν». Κάποιος που είναι εξοικειωμένος με τις πλατφόρμες διανομής των τραγουδιών και που κάνει μόνος του την παραγωγή, ίσως να καταφέρει να βιοπορίζεται αυτόνομα ανάλογα με τις προβολές και την απήχηση του έργου του. Δυστυχώς το φυσικό προϊόν έχει πεθάνει και το λέω αυτό όχι τόσο για τους τραγουδιστές ή τους τραγουδοποιούς οι οποίοι μπορούν να κάνουν ζωντανές εμφανίσεις και να βιοπορίζονται με αυτόν τον τρόπο, αλλά για τους αμιγώς συνθέτες ή στιχουργούς οι οποίοι δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα.

Σας ξέρουμε και ως ιδιοκτήτη της μυθικής Απανεμιάς στην Πλάκα. Πώς την αναβιώσατε; Θυμάμαι τον Βαγγέλη Ντίκο σε αυτήν.

Η μπουάτ Απανεμιά ήρθε στη ζωή μου το 2010 όταν ο κ. Βαγγέλης Ντίκος έπειτα από 40 χρόνια στο τιμόνι της Απανεμιάς συνταξιοδοτήθηκε. Οταν ανέλαβα τα ηνία έγινε ένα άνοιγμα σε νέους καλλιτέχνες οι οποίοι δεν είχαν την ευκαιρία να παίξουν στην Απανεμιά μιας και τα προηγούμενα χρόνια λειτουργούσε με ένα πολύ πετυχημένο σχήμα που δούλευε όλη τη σεζόν. Ετσι ξεκίνησα μετά το 2010 να προσκαλώ καλλιτέχνες για να παίξουν και άρχισε να συζητιέται στους κύκλους των μουσικών. Ωσπου έφτασε το 2013 κάθε βράδυ να παίζουν διάφορα σχήματα και να παρουσιάζουν διαφορετικά πράγματα. Τη Δευτέρα εμφανιζόταν ο Νίκος Ξυδάκης, την Τρίτη ο Θάνος Ανεστόπουλος με καταξιωμένους ποιητές, την Τετάρτη ο Γιάννης Σπανός, την Πέμπτη ο Κωνσταντίνος Βήτα (ακουστικά), την Παρασκευή ο Μπάμπης Στόκας, τα Σάββατο το μόνιμο μπουατικό μας σχήμα και την Κυριακή ο Γιώργος Μεράντζας με dream team μουσικών κ.ά.

Η μυσταγωγία και το κλίμα μιας μπουάτ είναι κάτι πολύ ξεχωριστό σήμερα ή μήπως είναι μια λατρεία στο ρετρό που επίσης διανύει δημοφιλία από μια νέα γενιά;

Η ατμόσφαιρα της μπουάτ είναι μοναδική και ασύγκριτα μυσταγωγική για τους καλλιτέχνες που επιθυμούν να έρθουν σε επαφή ουσιαστικά με το κοινό τους. Ομοίως και για τους θαμώνες που επιθυμούν να συνδεθούν με τα τραγούδια. Ο χώρος είναι μικρός, ο φωτισμός χαμηλός, οι θαμώνες ο ένας δίπλα στον άλλον, κυριολεκτικά – γι’ αυτό και μέσα στην καραντίνα αποφασίσαμε να παραμείνει κλειστή -, ο κόσμος έρχεται να ακούσει. Ο καλλιτέχνης είναι γυμνός μπροστά στο κοινό με μοναδικό του ένδυμα το χρώμα της ψυχής του, ένα ή ελάχιστα μουσικά όργανα που τον συνοδεύουν και τη «χορωδία του κοινού» που ενίοτε συντελείται. Υπάρχουν δυο ειδών επισκέπτες του χώρου, είναι οι παλιοί που νοσταλγούν και έρχονται με ευλάβεια προσκυνητή και οι νέοι που λόγω της ιδιαιτερότητας του χώρου έρχονται να εξερευνήσουν και να δουν τι γίνεται. Υπάρχουν και οι λάτρεις του ρετρό που όντως είναι μια τάση στη νέα γενιά και το αξιόλογο σε αυτό είναι ότι προσεγγίζουν τον χώρο και την ιστορία του με πολύ μεγάλο σεβασμό. Από το 1964 μέχρι και σήμερα πάντα οι μπουάτ ήταν στέκια φοιτητών.

Ποιοι-ες έχουν περάσει ενδεικτικά από την Απανεμιά επί των ημερών σας και ποια-ποιες στιγμές κρατάτε;

Τι να πρωτοθυμηθώ, αμέτρητοι καλλιτέχνες, φανταστείτε περίπου 3.000 βραδιές επί των ημερών μου. Θα προτιμούσα να περιοριστώ στις αλησμόνητες βραδιές με καλλιτέχνες που δεν είναι πια μαζί μας, με τον Γιάννη Σπανό, τη Γιώτα Γιάννα, τον Θάνο Ανεστόπουλο, την Αγγελική Ιονάτου, τον Λάκη Παπά. Ενδεικτικά αναφέρω και δύο στιγμιότυπα: σε μια από τις βραδιές του Γιάννη Σπανού ανεβάσαμε τον Λεωνίδα Μπαλάφα να πει ένα τραγούδι κι ενώ ο Σπανός χόρευε, ο Μάνος Ελευθέριου του χτυπούσε παλαμάκια. Σε μια άλλη επική βραδιά με τη Γιώτα Γιάννα να τραγουδάει και η Αννα Βίσση να προσκυνάει. Πολλές οι συλλεκτικές βραδιές στην Απανεμιά, μιας και είναι ο τόπος που οι παλιότεροι καλλιτέχνες συναντιούνται με τις νεότερες γενιές δημιουργώντας μαγικά γεφυρώματα.