Το θέμα με τη νοσταλγία είναι ότι ποτέ δεν υπήρξε εντελώς γνήσια κι ούτε εντελώς πλαστή. Αν και τα συνθετικά της έχουν αλάνθαστη ομηρική σφραγίδα (νόστος + άλγος), η λέξη δεν είναι καθόλου αρχαία και καθόλου ελληνική: επινοήθηκε, ως γνωστόν, το 1688 από τον Αλσατό Johannes Hofer, φοιτητή Ιατρικής στην Ελβετία, στη διατριβή του σχετικά με τον συναισθηματικό πόνο που εκδήλωναν ελβετοί μισθοφόροι στην υπηρεσία ευρωπαίων μοναρχών, αλλά και άλλοι που ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους. Τότε αντιμετωπίστηκε ως ιατρικό θέμα, μια σοβαρή μορφή μελαγχολίας που μπορούσε να οδηγήσει και στον θάνατο. Αργότερα η νοσταλγία έγινε υλικό γνώριμο, δημοφιλές αν και φευγαλέο, και εξαιρετικά χρήσιμο για τραγούδια, μυρωδιές και γεύσεις, τέχνη και ταξίδια, σχέσεις και παρανοήσεις.

Μπορείς παντού να τη βρεις, τη νοσταλγία, ή να νομίζεις ότι τη βρήκες. Μπορούσες, ας πούμε, να τη βρεις φέτος το καλοκαίρι στις τεράστιες ουρές έξω από τα θερινά σινεμά. Τι έκπληξη κι αυτή. Πώς ξαφνικά δεν έπεφτε καρφίτσα στον χιλιο-ιδωμένο Χίτσκοκ, σε αφιερώματα για τον δεν-τον-λες-και-εύκολο Ταρκόφσι, σε παλιές ταινίες που, αν και σε εξαιρετικές κόπιες, παραμένουν παλιές; Το αγιόκλημα και το γιασεμί είναι ακόμα εκεί, σύμφωνοι, και τα κοντινά του Αλέν Ντελόν και της Κιμ Νόβακ παραμένουν υπερκόσμια γοητευτικά, αλλά τόσα χρόνια δεν μας έκαναν να περιμένουμε όρθιοι, ψάχνοντας μήπως υπάρχει κάποια θέση μπροστά – μπροστά, κολλητά στην οθόνη.

Η λέξη νοσταλγία κατασκευάστηκε για να περιγράψει τη στέρηση από το οικείο, το γνώριμο· το έστω και απατηλά ασφαλές, έστω και ακούσια αγαπητό· τον γενέθλιο τόπο. Μελετήθηκε για να εξηγήσει τη λαχτάρα μιας επιστροφής, τη μοναξιά μιας απόστασης. Με τα χρόνια, οι ειδικοί διαπίστωσαν ότι εκτός από όλα τα αρνητικά συναισθήματα, η νοσταλγία μπορεί να γεννήσει και θετικά: αυτοπεποίθηση (ξέρω τι μου λείπει, άρα ξέρω τι χρειάζομαι, άρα ξέρω ποιος είμαι) και κοινωνική συνεκτικότητα: είμαστε όλοι εδώ γιατί όλοι πεθυμήσαμε το σπιτικό γαλακτομπούρεκο, το τραγούδι των νεανικών μας χρόνων, τον μόλο που μπαίνει στη θάλασσα, τις ασπρόμαυρες ταινίες όπου ξέρουμε τον δολοφόνο, τον Αλέν Ντελόν όμορφο για πάντα. Αλλά οι νέοι; Οσοι ηλικιακά δεν γνώρισαν ποτέ τίποτε από αυτά, τι ακριβώς νοσταλγούν; Ισως υπάρχει κάποιος γενέθλιος τόπος κοινός για όλους μας, τον οποίο όλοι πάντα θα νοσταλγούμε: ένας κόσμος ελπίδων, ιδανικών, κάλλους, γέλιου, έρωτα και ευτυχών καταλήξεων. Ενας κόσμος κατασκευασμένος («αυτό είναι σινεμά», όπως λένε οι Γάλλοι) αλλά και όχι τελείως. Σαν τη λέξη νοσταλγία.

Είναι δύσκολο και ριψοκίνδυνο να βασιστεί κανείς (μια εταιρεία μάρκετινγκ, ένας επιχειρηματίας, μια κυβέρνηση…) σ’ αυτό το μαγνητικό πεδίο που καθορίζει πολλές επιλογές και συμπεριφορές μας. Είναι ριψοκίνδυνο να βασιστούμε κι εμείς οι ίδιοι: γιατί νοσταλγούμε κάτι που μπορεί, αν το ξαναβρίσκαμε, να μην μας άρεσε και τόσο πολύ. Γιατί μάλλον δεν θα προσφέρει μοχίτο και free-wifi και πίτσα χωρίς γλουτένη· γιατί ίσως να χρησιμοποιεί όρους που σήμερα μας προσβάλλουν και να αγνοεί δεδομένα που σήμερα μας είναι αυτονόητα. Και γιατί μπορεί να προϋποθέτει ότι εμείς είμαστε αυτό που δεν είμαστε πια.

Υπάρχει η νοσταλγία και υπάρχει και το λάιφσταϊλ – η μόδα της σεζόν, η γεύση που έγινε εθισμός, το άρωμα που «κόλλησε», ο αέρας των δρόμων. Σαν τζιν και λάιμ αναμιγνύονται, κι οι γεύσεις τους μπερδεύονται. Τα νεαρά παιδιά που γέμισαν τα θερινά σινεμά για να δουν Κισλόφσκι και Μπερτολούτσι μπορεί απλώς να ακολούθησαν ένα ρεύμα του φετινού υπερβολικά θερμού, δυσβάστακτα ακριβού, δύσκολου καλοκαιριού, αποζητώντας ένα μέρος οικείο, ευχάριστο και προσβάσιμο σαν παλιά γνώριμη αγκαλιά. Παράλληλα όμως να θέλησαν, μαζί και με τους μεγαλύτερούς τους, να επιστρέψουν στο σύμπαν μιας τέχνης που προσέφερε αριστουργήματα και τα προσφέρει ακόμα, γιατί δεν αλλάζουν με τον χρόνο. Να προσφύγουν, δηλαδή, σε μια σιγουριά. Ναι, μάλλον υπάρχει τελικά ένας κοινός γενέθλιος τόπος που δεν αλλάζει, όπως δεν αλλάζει κι ο τρόπος που τον αποζητούμε. Κι είτε είναι τελείως αληθινός είτε και λίγο επινοημένος, μπορούμε να τον λέμε νοσταλγία.