«Αυτό το καλοκαίρι, πλήρωσα τη 12χρονη κόρη μου 100 δολάρια για να διαβάσει ένα βιβλίο. Ηταν σίγουρα η ύστατη, απελπισμένη προσπάθεια μιας μαμάς και το ύψος της πληρωμής ήταν σίγουρα υπερβολικό. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι περήφανη – αλλά είμαι εξαιρετικά ικανοποιημένη. Επειδή το σχέδιο λειτούργησε. Το σχέδιο λειτούργησε τόσο καλά, που θα πρότεινα σε άλλους γονείς απρόθυμων αναγνωστών να ανοίξουν τα πορτοφόλια τους και να δωροδοκήσουν τα παιδιά τους για να διαβάσουν…».

Η καναδή συγγραφέας Mireille Silcoff διηγήθηκε στις αρχές της εβδομάδας στους «New York Times» την, αν μη τι άλλο, παράξενη εμπειρία της. «Η κόρη μου είναι ένα έξυπνο παιδί, σίγουρα πιο έξυπνο από ό,τι ήμουν εγώ στα 12. Αλλά μέχρι να καταφύγω στη δωροδοκία, δεν είχε διαβάσει ποτέ ένα ολόκληρο κεφάλαιο βιβλίου για ευχαρίστηση. Παρόλο που είχαμε διαβάσει πολλά παραμύθια όταν ήταν μικρότερη και ζούμε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία…».

Η έφηβη κόρη της Silcoff επιβεβαιώνει τη σχεδόν καταθλιπτική τάση των τελευταίων ετών: έρευνες διαπιστώνουν ότι ο αριθμός των παιδιών ηλικίας 9 έως 13 ετών που διαβάζουν τακτικά για διασκέδαση έχει μειωθεί δραματικά. Οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί για τα παιδιά Γυμνασίου: στις ηλικίες αυτές το ποσοστό που διαβάζει συχνά επειδή το απολαμβάνει έχει μειωθεί στο 17%, όταν το 1984 υπερέβαινε το 50%. Και ο αριθμός των παιδιών που διαβάζουν σπάνια ή ποτέ έχει τριπλασιαστεί.

Στην Ελλάδα, μια χώρα όπου η έννοια της «βιβλιοθήκης της γειτονιάς» είναι σχεδόν ανύπαρκτη – με πολύ μικρές αλλά φωτεινές εξαιρέσεις – και η πρόσληψη αρχειονόμων στις δημόσιες βιβλιοθήκες έχει χαρακτηριστεί επισήμως από υπουργούς ως «δημοσιονομική πολυτέλεια», η ελπίδα πασχίζει να κρατηθεί από τους λίγους ρομαντικούς που επιμένουν να πιστεύουν πως «αυτός που αξίζει το μεγαλύτερο κρίμα είναι ένας μοναχικός άνθρωπος μια βροχερή μέρα που δεν ξέρει να διαβάζει…». Και η «αποβολή» των κινητών από τα σχολεία συνοδεύεται από ένα υπόκωφο γέλιο που ακούγεται από μακριά…