Είναι δυνατόν μια τηλεοπτική αναμέτρηση να κρίνει ποιος ή ποια θα καθίσει στο Οβάλ Γραφείο και θα ηγηθεί των Ηνωμένων Πολιτειών την επόμενη τετραετία;
Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό θα ήταν μάλλον δύσκολο, αν όχι απίθανο, καθώς τα επιτελεία των κορυφαίων πολιτικών ρίχνουν μεγάλο βάρος στο «φαίνεσθαι» και ασχολούνται διεξοδικά ακόμη και με την παραμικρή λεπτομέρεια των δημόσιων εμφανίσεών τους. Οχι τόσο για να εκπλήξουν θετικά το εκλογικό σώμα όσο για να αποφύγουν οτιδήποτε δυσάρεστο θα μπορούσε να μετατραπεί σε αντικείμενο εκμετάλλευσης από το αντίπαλο στρατόπεδο.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση και στο «δίδυμο» της Κάμαλα Χάρις και του Ντόναλντ Τραμπ, όμως, ο γενικός αυτός κανόνας είναι πιθανό να βρει την εξαίρεσή του και η τηλεμαχία που θα ξεκινήσει στις 4 τα ξημερώματα της Τετάρτης (ώρα Ελλάδας) να αποδειχθεί καθοριστική για το αποτέλεσμα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου. Κι αυτό όχι μόνο επειδή η υποψήφια των Δημοκρατικών και νυν αντιπρόεδρος είναι νέα και από πολλούς θεωρείται «αναγκαστική επιλογή», ενώ ο τέως πρόεδρος παραμένει απρόβλεπτος, αλλά για δύο επιπλέον λόγους: αφενός, διότι οι δημοσκοπήσεις προμηνύουν θρίλερ, δίνοντας το προβάδισμα πότε στη Χάρις (η αρχική δυναμική της οποίας μοιάζει πλέον να έχει εξαντλήσει τα περισσότερα «καύσιμά» της) και πότε στον Τραμπ, με διαφορές που κινούνται εντός των ορίων του στατιστικού σφάλματος. Και αφετέρου, επειδή ουδείς λησμονεί ότι η τηλεμαχία του Τραμπ με τον Τζο Μπάιντεν, στις 27 Ιουνίου, αποτέλεσε τη «χαριστική βολή» στην υποψηφιότητα του νυν προέδρου, ο οποίος οδηγήθηκε εσπευσμένα στην έξοδο.
Τα παραπάνω σημαίνουν, πρακτικά, πως ακόμη και ένα μικρό «παραστράτημα» κατά τη διάρκεια της αποψινής αναμέτρησης ίσως αποδειχθεί αρκετό για να κλίνει αποφασιστικά την πλάστιγγα προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Πολύ περισσότερο καθώς η τηλεμαχία θα διεξαχθεί στη Φιλαδέλφεια, την πολυπληθέστερη πόλη της Πενσιλβάνια, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως η πιο κρίσιμη από τις αποκαλούμενες πολιτείες – κλειδιά, καθώς αλλάζει συχνά χέρια και, με τους 19 εκπροσώπους της στο σώμα των εκλεκτόρων, μπορεί να κρίνει τον τελικό συσχετισμό. Ειδικά η Χάρις, εξάλλου, γνωρίζει ότι από το 1948 μέχρι σήμερα, ουδείς υποψήφιος των Δημοκρατικών έχει κερδίσει την κούρσα η οποία οδηγεί στον Λευκό Οίκο χωρίς να «αλώσει» την Πενσιλβάνια…
Ατάκες και γκάφες που έγραψαν ιστορία
Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία των προεδρικών τηλεμαχιών προσφέρει αρκετά περιστατικά από πετυχημένες ατάκες ή γκάφες των συμμετεχόντων που θεωρείται πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα. Οπως συνέβη, για παράδειγμα, στη μονομαχία του Τζέραλντ Φορντ με τον Τζίμι Κάρτερ το 1976, όταν ο πρώτος ισχυρίστηκε πως «δεν υφίσταται σοβιετική κυριαρχία στην ανατολική Ευρώπη και δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει με μια κυβέρνηση Φορντ» – για να ηττηθεί τελικώς με διαφορά δύο ποσοστιαίων μονάδων. Ή το 1984, όταν ο Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος σε ηλικία 73 ετών ήταν ο γηραιότερος ως τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, μετέτρεψε σε μπούμερανγκ το επιχείρημα του Γουόλτερ Μοντέιλ για την ηλικία του, λέγοντας: «Θέλω επίσης να ξέρετε πως δεν θα κάνω την ηλικία θέμα σε αυτή την προεκλογική αντιπαράθεση. Κι αυτό διότι δεν επιθυμώ να εκμεταλλευτώ πολιτικά το νεαρό της ηλικίας και την έλλειψη εμπειρίας του αντιπάλου μου – για να επικρατήσει σαρωτικά με 18 μονάδες.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, όπως και για πολλούς ακόμη, στα δύο επιτελεία έχει σημάνει συναγερμός και επικρατεί φρενίτιδα ενόψει του πολιτικού ντέρμπι. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «New York Times», η Κάμαλα Χάρις είναι κλεισμένη εδώ και μία εβδομάδα σε ένα ξενοδοχείο του Πίτσμπουργκ, όπου γίνονται αλλεπάλληλες προσομοιώσεις της αποψινής αναμέτρησης, με τη βοήθεια των συνεργατών της. Οσο για τον Ντόναλντ Τραμπ, το επιτελείο του επιχειρεί να εμφανιστεί πιο άνετο και αφήνει να διαρρεύει ότι η προσοχή του έχει επικεντρωθεί όχι στην εμφάνιση αλλά στην ουσία. Σε μια προσπάθεια να επιβεβαιώσει ή και να διευρύνει το προβάδισμα που φέρεται να έχει σε ζητήματα οικονομίας, και να υποστεί ταχύρρυθμη εκπαίδευση σε ορισμένα άλλα θέματα που θεωρούνται… SOS και κινδυνεύει να πιαστεί αδιάβαστος.
Σε αυτό το πλαίσιο, αμφότεροι ετοιμάζονται για όλα τα πιθανά σενάρια: για σκληρές και απρόβλεπτες ερωτήσεις εκ μέρους των δύο συντονιστών του ABC, για τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί στη διατύπωση των επιχειρημάτων, ακόμη και για την αντίδραση απέναντι σε ενδεχόμενες προσβολές της άλλης πλευράς. Σε μερικές ώρες θα γνωρίζουμε πόσα ψάρια θα έχουν πιάσει στα δίχτυα τους.
Οι κανόνες της τηλεμαχίας
- Η διαδικασία, την ευθύνη της οποίας έχει το δίκτυο ABC, θα ξεκινήσει στην Φιλαδέλφεια στις 9 το βράδυ της Τρίτης – στις 4 τα ξημερώματα της Τετάρτης ώρα Ελλάδας.
- Η διάρκεια της τηλεμαχίας έχει καθοριστεί στα 90 λεπτά, ενώ προβλέπονται και δύο διαλείμματα για διαφημίσεις.
- Δικαίωμα ερωτήσεων θα έχουν μόνο οι δύο συντονιστές του ABC, ο Ντέιβιντ Μούιρ και η Λίνσεϊ Ντέιβις. Ανοιχτό θα είναι κάθε φορά μόνο το μικρόφωνο του/της «μονομάχου» που θα έχει τον λόγο.
- Η διάρκεια των απαντήσεων θα είναι δίλεπτη, ενώ προβλέπεται άλλο ένα λεπτό σε περίπτωση συμπληρωματικής ή διευκρινιστικής ερώτησης από τους συντονιστές.
- Δεν θα υπάρχουν εισαγωγικές παρεμβάσεις από Τραμπ και Χάρις, ενώ το καταληκτικό τους σχόλιο θα διαρκέσει από δύο λεπτά.
- Με βάση την κλήρωση που προηγήθηκε, ο τέως πρόεδρος απέκτησε το δικαίωμα να «κλείσει» τελευταίος, ενώ η νυν αντιπρόεδρος επέλεξε τη θέση της στη σκηνή – στα δεξιά όπως θα εμφανίζονται στην οθόνη.
- Οι δύο «μονομάχοι» είναι υποχρεωμένοι να στέκονται διαρκώς πίσω από το βήμα, χωρίς δυνατότητα (μετα)κίνησης.
- Χάρις και Τραμπ δεν μπορούν να φέρουν σημειώσεις – το μόνο που δικαιούνται να έχουν μαζί τους είναι ένα στυλό, ένα κομμάτι λευκό χαρτί και ένα μπουκαλάκι νερό.
Τζον Κένεντι εναντίον Ρίτσαρντ Νίξον
Οι προεδρικές εκλογές του 1960 ήταν οι πρώτες στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών που έφεραν τους δύο υποψήφιους αντιμέτωπους, πρόσωπο με πρόσωπο, μπροστά στον τηλεοπτικό φακό. Αποδείχθηκαν δε ένα πραγματικό πολιτικό θρίλερ το οποίο πρόσφερε μοναδικές (ως τότε) συγκινήσεις στους Αμερικανούς, κάτι που φάνηκε και στους αριθμούς. Εκεί όπου ο Δημοκρατικός Τζον Κένεντι επικράτησε οριακά του Ρεπουμπλικανού Ρίτσαρντ Νίξον, συγκεντρώνοντας στις κάλπες μόλις 112.827 ψήφους περισσότερες, σε σύνολο 78 εκατομμυρίων και πλέον ψηφισάντων σε εκείνη την αναμέτρηση. Κι αυτό δεν ήταν τυχαίο.
«Ο Κένεντι κατόρθωσε να κερδίσει με μικρή διαφορά τις εκλογές στις οποίες οι περισσότεροι εκτιμούν πλέον ότι δεν θα είχε καμία απολύτως τύχη εάν δεν υπήρχε αυτή η πρώτη τηλεοπτική αναμέτρηση», έγραψε το περιοδικό «Time» το 2016. Τονίζοντας, παράλληλα, πως το μεγαλύτερο – και «πολιτικά θανάσιμο», όπως αποδείχθηκε – λάθος που έκανε τότε ο Νίξον ήταν ότι «απέτυχε να κατανοήσει τη δύναμη που είχε η οπτική εικόνα». «Ο Νίξον έχασε μια τηλεοπτική συζήτηση και την προεδρία από τον Τζον Φ. Κένεντι το 1960 εξαιτίας ενός ιδρωμένου άνω χείλους», έγραψε από την πλευρά του ο εκδότης των «New York Times» το 1994, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πρώτου.
Το προβάδισμα
Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και στις τάξεις των ειδικών της επικοινωνίας και των πολιτικών αναλυτών εκείνης της εποχής, λίγοι ήταν αυτοί οι οποίοι εστίασαν τα σχόλιά τους στην εμφάνιση των δύο μονομάχων και ειδικά του αντιπροέδρου, θεωρώντας πως η μεταξύ τους αναμέτρηση θα κρινόταν αλλού. Αρκετοί από αυτούς φάνηκε να δίνουν το προβάδισμα στον Νίξον μετά το τέλος της, θεωρώντας ότι η εμφάνισή του ήταν πιο πειστική και «επαγγελματική», όπως χαρακτηριστικά έγραφε το κεντρικό άρθρο της «Washington Post» δύο μέρες αργότερα. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι ο επί οκτώ χρόνια αντιπρόεδρος του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και φαβορί στις δημοσκοπήσεις φαινόταν να είναι εμφανώς καταπονημένος από τη νοσηλεία που είχε προηγηθεί, εξαιτίας ενός προβλήματος στο πόδι, το οποίο μάλιστα τραυμάτισε εκ νέου προσερχόμενος στο στούντιο.
Στην πράξη, ωστόσο, αποδείχθηκε ότι και αυτοί υποτίμησαν τη δύναμη του τηλεοπτικού φακού και την επίδραση που θα είχε στα περίπου 70 εκατομμύρια των Αμερικανών οι οποίοι εκτιμάται ότι παρακολούθησαν την πρώτη τηλεμαχία υποψήφιων προέδρων στην ιστορία των ΗΠΑ. Σταδιακά, όμως, αποδείχθηκε ότι όσα συνέβησαν το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου 1960 καθόρισαν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης. «Μέχρι τη στιγμή που οι κάμερες άρχισαν να δείχνουν τον γερουσιαστή και τον αντιπρόεδρο, ο Κένεντι ήταν το αγόρι που δεχόταν διαρκείς επιθέσεις από τον αντιπρόεδρο, ως ανώριμο, νέο και χωρίς εμπειρία. Μετά, προφανώς, ήταν ισότιμος μαζί του», έγραψε ο δημοσιογράφος Θίοντορ Γουάιτ, στο βραβευμένο με Πούλιτζερ βιβλίο του «The Making of the President, 1960».
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι άλλαξαν σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο θα διεξάγονταν τις επόμενες δεκαετίες οι προεκλογικές εκστρατείες και η πολιτική αντιπαράθεση στην πορεία προς τις εκλογές – κυρίως τις προεδρικές, αλλά και εκείνες για το Κογκρέσο και τις θέσεις των κυβερνητών. Με αποτέλεσμα, ειδικά μετά την έλευση του Internet και την κυριαρχική θέση που έχει κατακτήσει στην καθημερινότητα όλων, η προσοχή (και τα εκατομμύρια δολάρια…) που δίνουν οι πολιτικοί αντίπαλοι στην εικόνα να είναι συχνά δυσανάλογη σε σύγκριση με το πολιτικό περιεχόμενο.