Η κάθε γενιά έχει κάποιες ημερομηνίες – ορόσημα, κάτι σαν «ραντεβού με την Ιστορία» (εντάξει, κλεμμένο από την προεκλογική εκστρατεία του ΠΑΣΟΚ το 1981 που μετά, η Ελεύθερη Σκηνή το έκανε «Ραντεβού με την υστερία» και το έβαλε τίτλο σε επιθεώρηση). Ηταν άλλωστε και η αφορμή για θέματα που, σε περιοδικά και εφημερίδες, μας έβγαζαν από την αμηχανία του αφιερώματος σε μία επέτειο. Για παράδειγμα, «Τι θυμάστε από την 28η Οκτωβρίου του 1940;», «Τι κάνατε την ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα;», «Πού σας βρήκε η 21η Απριλίου 1967;», «Πού ήσασταν το βράδυ που μπήκε το τανκ στο Πολυτεχνείο;». Και βέβαια, όσο περνούν τα χρόνια, κάποιες ημερομηνίες αποκλείονται. Πόσους θα βρεις πια που θα έχουν μνήμες από το 1940;

Τέλος πάντων, η δική μου γενιά έχει να θυμάται συνειδητά την ημέρα της Μεταπολίτευσης και την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ενώ, από ‘κει και πέρα, ο καθένας συμπληρώνει τις δικές του ημερομηνίες. Θυμάμαι πού με βρήκε η είδηση. Είχα βγει από το γραφείο για να πάω να πάρω τυρόπιτες (τώρα σκέφτομαι ότι και την ημέρα της δολοφονίας του Θάνου Αξαρλιάν, στην επόμενη γωνία από εκείνη που βρισκόμουν εγώ, πάλι για τυρόπιτες και σάντουιτς είχα βγει). Κι εκεί, περιμένοντας να περάσω το φανάρι της Σταδίου στην πλατεία Κλαυθμώνος, χτύπησε το κινητό μου. Ενας φίλος με ρωτούσε αν είχα μάθει, ως δημοσιογράφος, κάτι περισσότερο γι’ αυτό που έγινε. Και όταν τον ρώτησα τι έγινε και μου είπε για τα αεροπλάνα που έπεσαν στους Δίδυμους Πύργους, νόμιζα ότι μου έκανε πλάκα. «Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» του είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.

Και μετά πήγα στο γραφείο και είδα ότι αυτά τα πράγματα γίνονται και νομίζω ότι για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τι κάνει συναρπαστική τη δουλειά μας, την άμεση σύνδεση με το σημείο που, εκείνες τις ώρες, χτυπούσε η καρδιά του πλανήτη. Αλλά αυτό ήταν το προσωπικό. Το γενικό ήταν οι εικόνες που έμοιαζαν σκηνές από θρίλερ πολιτικής φαντασίας. Η τρομοκρατία, στην πιο ακραία εκδοχή της, στο «ποστάρισμα» της ειδεχθούς ουσίας της, δηλαδή της δολοφονίας ανυποψίαστων ανθρώπων. Και αυτά σε… μέγεθος αμερικάνικο. Τα υπόλοιπα ανήκουν πλέον στην Ιστορία. Εκείνη ήταν η κομβική στιγμή στη σύγκρουση «Δύσης» και «Ανατολής» που, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, επανατοποθετήθηκε σε ένα πολύ πιο άγριο τοπίο.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου άλλαξαν πολλά. Στις μετακινήσεις, στα αεροδρόμια, στις διεθνείς σχέσεις, στην πολιτική. Πέρα όμως από τα πρακτικά, υπάρχει και η ψυχολογική διάσταση. Αυτό το έλλειμμα ασφάλειας που νιώσαμε όλοι. Και το οποίο ανέδειξε μια θεμελιώδη αναρώτηση. Μπορεί να υπάρξει πραγματική ελευθερία, ουσιαστική δημοκρατία χωρίς ασφάλεια; Θεωρώ πως όχι. Πόσο «ελεύθερη» είμαι όταν προέτρεπα τους φίλους μου που σκέπτονταν να πάνε στους Ολυμπιακούς στο Παρίσι, να μην το κάνουν διότι φοβόμουν μία τρομοκρατική επίθεση; Ποια δημοκρατία απολάμβανε ο Ζορζ Βολίνσκι που, μαζί με τους συναδέλφους του, «πλήρωσε» με τη ζωή του τα σκίτσα στο Charlie Hebdo; Πόσα «ελεύθερα» ήταν τα παιδιά που πήγαν σε μία συναυλία στο Μπατακλάν και δεν γύρισαν ποτέ στο σπίτι τους;

Η κυρία με την τσάντα

Αυτό ακριβώς ήθελαν οι τρομοκράτες του Οσάμα μπιν Λάντεν και το κατάφεραν. Η τρομοκρατία εγκαταστάθηκε από τότε ως μια κανονικότητα. Και απομοιώνοντας την έννοια της ασφάλειας, έκοψε πόντους από τα υψηλά στάνταρτ των δημοκρατιών του δυτικού κόσμου.

Από εκείνες τις ημέρες όμως δεν θυμάμαι μόνο τις πολιτικές αναλύσεις ούτε κρατάω μόνο το τι επέφεραν στη ζωή μας. Η «φωτογραφία» της 11ης Σεπτεμβρίου είναι για μένα εκείνος ο άνδρας που πέφτει από τον τριακοστό τόσο όροφο… για να σωθεί. Ετσι όπως πέφτει ανάποδα, συμβολίζει την ανατροπή που συμβαίνει στην ψυχή του ανθρώπου όταν έρχεται μούρη με μούρη με τον θάνατο. Και μια άλλη κυρία που, όπως λένε οι μαρτυρίες, πριν πηδήξει από το παράθυρο κάποιου επίσης πολύ ψηλού ορόφου πήρε μαζί της και την τσάντα της. Λες και κάτω την περίμενε ταξί.