Οπου και εάν κοιτάξουμε έχουμε μια διαρκή υπόσχεση άμεσων εμπειριών, βιωμάτων, αισθημάτων. Το «πάθος για το πραγματικό» κυριαρχεί στο πώς προσπαθούμε να ζήσουμε. Μικρό βάρος δίνουμε στο να τη στοχαστούμε, αναλύσουμε, κατανοήσουμε, κρίνουμε την πραγματικότητα. Το βασικό είναι να τη ζήσουμε εδώ και τώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι ολοένα και λιγότερο μιλάμε για το βίωμα με όρους αναδρομικού αναστοχασμού και ανασύνθεσης της εμπειρίας. Το ιδανικό είναι να τη σχολιάζουμε τη στιγμή που συμβαίνει.
Μια ολόκληρη βιομηχανία στο Διαδίκτυο μας βομβαρδίζει καθημερινά με βιωματικές περιγραφές. Από όλες τις παραλλαγές vlogging μέχρι την καταναγκαστική καθημερινή παραγωγή reels για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης βομβαρδιζόμαστε από διαδικτυακούς σεφ που μοιράζονται συνταγές την ώρα που τις δημιουργούν, υπερμαραθωνοδρόμους που μας περιγράφουν πώς νιώθουν στο εξηκοστό χιλιόμετρο της διαδρομής τους, ανθρώπους που μοιράζονται την ημερήσια ρουτίνα τους, ακόμη και φορτηγατζήδες που μοιράζονται την καθημερινή διαδρομή τους. Ακόμη χειρότερα, αισθανόμαστε οι ίδιες και οι ίδιοι την ανάγκη να μοιραστούμε τις δικές μας άμεσες εμπειρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να ανεβάσουμε αμέσως φωτογραφία ή βίντεο από τις διακοπές μας, τη μαγειρική μας, την εργασία, την άθλησή μας, τον έρωτά μας, το πένθος ή τον θυμό μας. Ως εάν μια ζωή χωρίς έντονες εμπειρίες που δεν τις μοιράζεσαι με ένα κοινό είναι μια ζωή που δεν τη ζεις.
Χώρος για σκέψη
Τι γίνεται, όμως, με όλα αυτά που δεν είναι άμεσα; Τι γίνεται με τη σκέψη που είναι μια κατεξοχήν διαδικασία διαμεσολαβήσεων, επεξεργασιών, ακόμη και φίλτρων, ιδεολογικών, θεωρητικών επιστημονικών; Ποιος χώρος της αναλογεί όταν κυριαρχεί αυτή η ιδιότυπη φαντασμαγορία της αμεσότητας; Και κυρίως τι γίνεται με το ερώτημα εάν μια πραγματικότητα, που στην αμεσότητά της περιλαμβάνει την καταπίεση, την εκμετάλλευση, την αλλοτρίωση, έχει τη δυνατότητά να μετασχηματιστεί.
Με αυτή ακριβώς την κεντρικότητα της αμεσότητας ασχολείται η Αννα Κόρνμπλου στο βιβλίο της «Immediacy, or The Style of Too Late Capitalism» (Αμεσότητα ή το στυλ του πολύ ύστερου καπιταλισμού), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Verso, στις αρχές της φετινής χρονιάς. Καθόλου τυχαίος ο τίτλος υποδηλώνει και τη θέση της συγγραφέα ότι εάν το μεταμοντέρνο, με τον ιστορικισμό και την ειρωνεία, ήταν κατά τον Φρέντρικ Τζέιμσον η ιδεολογία του ύστερου καπιταλισμού, τέσσερις δεκαετίες μετά η αμεσότητα γίνεται το στυλ και η αισθητική ενός ακόμη πιο ύστερου καπιταλισμού.
Η Κόρνμπλου ξεκινά από το πώς προσλαμβάνουμε την οικονομία κυρίως ως την κυριαρχία της κυκλοφορίας πάνω στη παραγωγή. Ενα σύμπαν αδιάλειπτων ροών εμπορευμάτων και κεφαλαίων, που πατάει πάνω σε συνεχή ροή πληροφοριών, μια ολοένα και πιο ευέλικτη εκδοχή εργασίας, χωρίς σαφή ωράρια, μια τεχνολογία – από τους υπολογιστές έως τα smartphones – που επιτρέπει συνεχή δικτύωση και διαδικτυακή παρουσία μαζί με την κυριαρχία της εικόνας διαμορφώνουν το έδαφος για τον πολιτισμό της αμεσότητας.
Στη σύγχρονη λογοτεχνία η Κόρνμπλου εντοπίζει μια έκλειψη της μυθοπλασίας προς όφελος μιας ιδιότυπης εκδοχής «αυτομυθοπλασίας», μέσα από πρόσφατα λογοτεχνικά έργα που απλώς καταγράφουν, ακόμη και σε χιλιάδες σελίδες, άμεσα βιώματα των συγγραφέων τους, την ώρα που η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο, χαρακτηριστική αρκετών κορυφαίων στιγμών της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, δίνει ολοένα και περισσότερο τη θέση της στο πρώτο πρόσωπο ακριβώς γιατί εντάσσεται καλύτερα στο πλαίσιο αυτό της αμεσότητας.
Η στροφή στο βίντεο
Αντίστοιχα, βλέπει στο ίδιο πλαίσιο της κυριαρχίας της αμεσότητας και τη στροφή προς το βίντεο. Κατά την Κόρνμπλου όπως ακριβώς το στυλ της αμεσότητας στην τέχνη προκαλεί το μέσο και προκρίνει την εμπειρία, στη γραφή θολώνει τα είδη και προσωποποιεί την προοπτική, στο βίντεο δίνει έμφαση στην έλλειψη διακρίσεων και σωματοποιεί την κινηματογραφία. Γι’ αυτό τον λόγο θεωρεί ότι το βίντεο ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί πάνω στον κινηματογράφο και την τηλεόραση με αποκορύφωμα τις διαδικτυακές υπηρεσίες streaming όπως το Netflix που εξελίσσονται στο κυρίαρχο μέσο. Ούτως ή άλλως το streaming ως πρακτική άμεσης κατανάλωσης ολοένα και περισσότερο κυριαρχεί στην πρόσβασή μας στη μουσική μέσα από υπηρεσίες όπως το Spotify ή αντίστοιχες πλατφόρμες για τα βιντεοπαιχνίδια ή ακόμη και τα audio books. Επισημαίνει ότι σε αντίθεση με την υψηλού επιπέδου τηλεόραση και σειρών που έγραψαν ιστορία, οι τρέχοντες κύκλοι σειρών για τις υπηρεσίες streaming αντί για την περιπλοκότητα των σεναρίων επικεντρώνουν στη συνοχή μιας ατμόσφαιρας και αισθητικής.
Νέο ύφος στη θεωρία
Την επικέντρωση στην αμεσότητα βλέπει η Κόρνμπλου ακόμη και στο πώς εμφανίζεται ένα είδος «αντιθεωρίας», από στοχαστές που αντί για τη σύνθετη άρθρωση θεωρητικών επιχειρημάτων, που απαιτούν από τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με την πυκνότητα των θεωρητικών διαμεσολαβήσεων, προκρίνουν ένα ύφος που είναι περισσότερο αφηγηματικό και βιωματικό σε βιβλία που δεν θυμίζουν την παραδοσιακή θεωρητική πραγματεία παρότι είναι βιβλία θεωρίας, περιγράφοντας μάλιστα αυτό το είδος θεωρητικής συγγραφής ως «αυτοθεωρία», με αποφυγή διαμεσολαβήσεων και έμφαση στη σωματικότητα και την αμεσότητα. Επισημαίνει ταυτόχρονα τον ιδιότυπο νιχιλισμό τέτοιων διαβημάτων που επισημαίνουν μεν τις αρνητικές πλευρές των σύγχρονων θεσμών χωρίς όμως να σκιαγραφούν τη δυνατότητα ενός θετικού μετασχηματισμού.