Η Ελλάδα εμφανίζεται ως η δεύτερη πιο φτωχή χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά τη Βουλγαρία, με βάση το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με βάση την αγοραστική δύναμη, σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Eurostat). Σε αυτά τα στοιχεία βασίστηκε πρόσφατο δημοσίευμα των «Financial Times», το οποίο, επίσης, αναφέρει ότι με την ψαλίδα μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας να μειώνεται συνεχώς, δεν είναι απίθανο η χώρα μας να βρεθεί στην τελευταία θέση, δηλαδή κάτω από τη γειτονική χώρα, λαμβάνοντας τη θέση της φτωχότερης χώρας στην ΕΕ, με βάση την αγοραστική δύναμη.

Οπως προκύπτει από τα στοιχεία και το δημοσίευμα, ενώ αρκετοί αριθμοί ευημερούν και οι οίκοι αξιολόγησης προσφέρουν απλόχερα εύσημα για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο δύσκολη για τον μέσο όρο των πολιτών. Από το 2010 που ξέσπασε η κρίση χρέους στη χώρα μας μέχρι και το 2023 η Ελλάδα έμεινε πίσω από άλλες δέκα χώρες όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και πλέον είναι ουραγός στη σχετική κατάταξη λίγο πριν από τη Βουλγαρία.

Το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), σε εναλλακτικό του δείκτη μέτρησης της φτώχειας, και, με αφορμή το δημοσίευμα των «FT», κατέγραψε ότι το πραγματικό εισοδηματικό όριο φτώχειας παρατηρείται διαχρονικά σταθερό, χρησιμοποιώντας στοιχεία από το 2009 και έπειτα. Οπως αναφέρει το ΚΕΠΕ, «σε σύγκριση με τις χώρες της ΕΕ-27, η Ελλάδα έχει διέλθει μια μακρά περίοδο περικοπών και στασιμότητας των αμοιβών εργασίας. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται αντιστοιχούν σε χαμηλότερες αποδοχές και σχετικά περισσότερες ώρες εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κατά το 2022, το 23,1% των εργαζομένων να υπολογίζεται ότι διαβιοί με διαθέσιμο εισόδημα χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας του 2009».

Βιοτικό επίπεδο

Από την πλευρά του, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αμφισβητεί τα στοιχεία του ΚΕΠΕ και της Eurostat. Σε ανακοίνωσή του και με αφορμή τη δημοσίευση του ΚΕΠΕ, απαντά ότι «ο ισχυρισμός ότι το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα». Η ανακοίνωση του υπουργείου περιορίζεται μόνο στην περίοδο 2019-2023 και κάνει λόγο για αύξηση στο διάστημα αυτό του μέσου μισθού κατά 20,2% και του κατώτατου μισθού κατά 27,7%. Αναφέρει επίσης ότι την τελευταία πενταετία το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα έχει αυξηθεί στην Ελλάδα σε βαθμό σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Παρ’ όλα αυτά, τα στοιχεία δεν αλλάζουν την πραγματικότητα, η οποία απεικονίζεται στα στοιχεία της Eurostat που περιλαμβάνουν και την περίοδο 2019-2023.

Με βάση τα πιο πρόσφατα και αναθεωρημένα στοιχεία της Eurostat (Αύγουστος 2024), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διαμορφώνεται στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ. Ο αντίστοιχος δείκτης για τη Βουλγαρία διαμορφώνεται στο 64%. Την πρώτη θέση καταλαμβάνει το Λουξεμβούργο με τον δείκτη αυτό στο 239%, παρουσιάζοντας δηλαδή την υψηλότερη (υπερδιπλάσια), αγοραστική δύναμη από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Γερμανία βρίσκεται στο 115%, η Γαλλία στο 101%, η Ισπανία στο 88% και η Πορτογαλία στο 83%. Ο μέσος όρος στην ευρωζώνη διαμορφώνεται στο 104%, με την Ελλάδα να είναι ξεκάθαρα τελευταία, σε αγοραστική δύναμη, ανάμεσα στις άλλες χώρες του ενιαίου νομίσματος.