Μετά την ανακοίνωση ελέγχων σε όλα τα σύνορα με όλες τις γειτονικές χώρες της Γερμανίας από τις 16 Σεπτεμβρίου, η γερμανική κυβέρνηση εξειδίκευσε τα μέτρα, τα οποία εστιάζουν στη μαζική επαναπροώθηση προσφύγων και μεταναστών ήδη από τα σύνορα στις χώρες – μέλη της ΕΕ από τις οποίες έφτασαν στη Γερμανία.

Το γερμανικό μοντέλο επαναπροώθησης προβλέπει ότι θα ελέγχεται ήδη στα σύνορα το εάν κάποιο άλλο κράτος της ΕΕ είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήματος προστασίας και ασύλου, βάσει των προβλέψεων του ευρωπαϊκού δικαίου. Μέχρι να ολοκληρωθεί η εξέταση, τα άτομα αυτά θα κρατούνται σε «εγκαταστάσεις» κοντά στη μεθόριο για να είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση της αστυνομίας. Για τις περιπτώσεις αυτές η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων (BAMF) θα ξεκινά άμεσα με ταχείς ρυθμούς τη λεγόμενη διαδικασία του Δουβλίνου για την επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου στο κράτος της ΕΕ από όπου έφτασε στη Γερμανία.

Γερμανικό μοντέλο

Το «γερμανικό μοντέλο» παρουσίασε η ομοσπονδιακή υπουργός Νάνσι Φέζερ με τους υπουργούς Δικαιοσύνης Μάρκο Μπούσμαν και Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, έπειτα από συνάντηση με την αξιωματική αντιπολίτευση CDU/CSU, η οποία όμως αποχώρησε από τις συνομιλίες με την κυβέρνηση θεωρώντας τις προτάσεις ανεπαρκείς.

Τα μέτρα «συνάδουν με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο», είπε η υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φέζερ. Η γερμανική κυβέρνηση, τόνισε, θα επιδιώξει «συνομιλίες σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο με άλλες χώρες της ΕΕ» για τα μέτρα επαναπροώθησης των προσφύγων. «Τα μέτρα θα ισχύσουν και στα γερμανικά αεροδρόμια», σημείωσε η Πράσινη υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, τονίζοντας ότι πρόκειται για ρυθμίσεις που επισπεύδουν την εφαρμογή της πρόσφατης συμφωνίας για το κοινό άσυλο στην ΕΕ «Geas».

Μία από τις χώρες με τις οποίες η Γερμανία έχει προβλήματα επαναπροώθησης προσφύγων που είτε καταγράφηκαν είτε πήραν άσυλο αλλού αλλά έφτασαν στη Γερμανία είναι η Ελλάδα. Το θέμα αυτό είναι συνεχώς στην ατζέντα των διμερών συνομιλιών τόσο μεταξύ του γερμανού καγκελαρίου και του έλληνα Πρωθυπουργού όσο και σε επίπεδο υπουργών.

Οι συντηρητικοί θέλουν κι άλλα

Για τη συντηρητική αξιωματική αντιπολίτευση CDU/CSU τα μέτρα της κυβέρνησης δεν επαρκούν. Υπό την πίεση της ανόδου της Ακροδεξιάς στις εκλογές σε δύο κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, ο πρόεδρος του CDU Φρίντριχ Μερτς ζητά να κηρυχθεί η χώρα σε «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» για να παρακαμφθεί η εφαρμογή των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων και να επιστρέψει η Γερμανία στους προ Σένγκεν συνοριακούς ελέγχους. Τα μέτρα που η γερμανική αντιπολίτευση θεωρεί ανεπαρκή προκαλούν ήδη έντονες αντιδράσεις γειτονικών χωρών και της Κομισιόν της ΕΕ. Οι συνοριακοί έλεγχοι πρέπει να μείνουν «απόλυτη εξαίρεση», τόνισε η εκπρόσωπος της Κομισιόν Ανίτα Χίπερ. Πρέπει να θεμελιώνεται ότι είναι «απαραίτητοι» και να ανταποκρίνονται «στις προβλέψεις και στον συνοριακό κώδικα» του Σένγκεν.

Ακύρωση της Συνθήκης Σένγκεν

«Τα σχέδια είναι απαράδεκτα», διαμήνυσε ο πρωθυπουργός της Πολωνίας Ντόναλντ Τουσκ, «πρόκειται για ουσιαστική ακύρωση σε μεγάλο εύρος της Συνθήκης Σένγκεν». Η Αυστρία από την πλευρά της προειδοποίησε ήδη ότι «δεν πρόκειται να δεχτεί καμία επαναπροώθηση προσφύγων» από τη Γερμανία. Οπως δήλωσε ο αυστριακός υπουργός Εσωτερικών Γκέρχαρντ Κάρνερ σε γερμανικά ΜΜΕ, ναι μεν η Γερμανία έχει το δικαίωμα επαναπροώθησης προσφύγων, εάν άλλη χώρα της ΕΕ είναι υπεύθυνη για την αίτηση ασύλου, ωστόσο απαιτούνται επίσημη διαδικασία και η συγκατάθεση του ενδιαφερόμενου κράτους – μέλους.

Και γερμανοί ειδικοί προειδοποιούν για σοβαρές τριβές με άλλες χώρες της ΕΕ. «Αυτό ακριβώς είναι το πολιτικό πρόβλημα που θα προκύψει, εάν πράγματι η Γερμανία δεν δέχεται κανέναν στα σύνορά της», σημειώνει ο Χανς Φορλέντερ, πρόεδρος του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων για Ενσωμάτωση και Μετανάστευση, στον ειδησεογραφικό ιστότοπο του ARD tageschau.de. Εκτιμά ότι αυτά τα μέτρα θα οδηγήσουν σε «συσσώρευση στις άλλες χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης, που θα προκαλέσει σημαντική πολιτική αναταραχή. Οι άνθρωποι θα περιφέρονται από χώρα σε χώρα της Ευρώπης για να υποβάλουν αίτηση για άσυλο όπου κι αν βρεθούν. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε πραγματικά να καταλήξουμε σε ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, το οποίο έχει συμφωνηθεί και τίθεται τώρα βήμα βήμα σε εφαρμογή».