Οσα συνέβησαν στον ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες μέρες φέρνουν έναν αέρα επιθεώρησης στην πολιτική σκηνή. Και με την επίσημη βούλα, ως ηθοποιού, του Απόστολου Γκλέτσου. Ή Τζον Μακρίδη στη «Γη της ελιάς» που, προσωπικά, το προτιμώ ως όνομα για διάδοχο του Στέφανου Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ. Διότι αν δεν μπορεί ένας «Τζον Μακρίδης» να νικήσει τον Μητσοτάκη, ποιος μπορεί; Θα πρότεινα μάλιστα στον Αλέξη Γεωργίου να τον εντάξει, αν νικήσει, στο δημοφιλές σίριαλ με την πραγματική του ιδιότητα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τσιμπολογάει, φιλοσοφεί και ερωτεύεται στην Αρεόπολη. Δηλαδή κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε μέχρι τώρα και ο Στέφανος Κασσελάκης. Τουλάχιστον, στην περίπτωση Γκλέτσου, θα είναι στο σίριαλ, όχι στην πραγματικότητα.

Ας σοβαρευτούμε όμως, όσο γίνεται βέβαια, για να μην ξεχειλώσει το αστείο και κρύψει την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα είναι έτσι όπως την επεσήμανε στο προχθεσινό του άρθρο στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Πρετεντέρης, ότι δηλαδή αυτή η κατάσταση σηματοδοτεί  την «αποτσογλανοποίηση» της πολιτικής. Και η οποία επιτυγχάνεται όχι με την εξ ουρανού επιβολή του στοιχειώδους πολιτικού πολιτισμού, αλλά με την αποσύνθεση της «τσογλανοποίησης» και τη μετατροπή της σε ένα εσωκομματικό ξεκατίνιασμα – πίσω από τα ευπρεπισμένα πλάνα αυτοσυγκράτησης είναι σαν να βλέπω βουλευτές, στελέχη και προσκείμενους δημοσιογράφους να πιάνονται μαλλί με μαλλί. Πολύ θυμός, βρε παιδί μου. Πολύς.

Βεβαίως, αυτή τη συνθήκη της φαιδρότητας την επέβαλε «με δύναμη από το Μαϊάμι» ο ίδιος ο Στέφανος Κασσελάκης. Εδώ και έναν χρόνο γκώσαμε να βλέπουμε έναν αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης που ήθελε να γίνει ο Σάκης Ρουβάς (της πρώτης περιόδου) και που τελικά κινδυνεύει από τον Απόστολο Γκλέτσο (που λέει ο λόγος). Εισέβαλε σε πρωινές εκπομπές, καλούσε πολιτικό συμβούλιο τύπου «to know us better» στο σπίτι του στις Σπέτσες, τη νύχτα των ευρωεκλογών οι δημοσιογράφοι έτρεχαν πίσω από αυτόν και αυτός πίσω από τα τσισάκια της Φάρλι και ας μην ανοίξω το κεφάλαιο «Εικοσαήμερη στράτευση» ή «Τριήμερο πρόγραμμα εορταστικών εκδηλώσεων για τον γάμο σε replay». Να πω κάτι; Μαγκιά του. Εβρισκε και τα ‘κανε. Πουλούσε καθρεφτάκια σε ιθαγενείς και οι δημοσιογράφοι έσπευδαν να το προβάλλουν. Αφού πουλάει.

Και από κει που φαινόταν ότι ήταν όλα καλά (και στην πολιτική, όπου η σωστή επικοινωνία είναι το ζητούμενο, έχει μεγαλύτερη σημασία το τι φαίνεται από το τι πραγματικά συμβαίνει), ήρθε η μεγάλη σφαλιάρα. Αντιλαμβάνομαι το σοκ για τον Κασσελάκη και τους γύρω του. Τώρα όμως είναι η στιγμή που θα πρέπει να αποδείξει αν έχει χαρακτηριστικά ηγέτη. Και οι ηγέτες, στις εσωκομματικές κρίσεις και ήττες, δεν κάνουν πεισματάκια. Δεν συμπεριφέρονται σαν 16χρονα στο πρώτο τους φλερτ, δεν μουτρώνουν, ούτε κλείνονται στο σπίτι τους ούτε αφήνουν να αιωρείται το αν θα πάνε ή όχι στο πάρτι – συγγνώμη, στην Πολιτική Γραμματεία.

Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, αυτή η συμπεριφορά ακυρώνει την προηγούμενη εξωστρέφεια. Και το χειρότερο, στις μέρες κρίσης που διάγει ο ΣΥΡΙΖΑ, αφήνει περιθώριο στη γελοιότητα. Γιατί σου λέω, άναψε μεγάλος καβγάς σε τηλεοπτικό πολιτικό πάνελ για το αν «απομακρύνθηκε» από τον 7ο όροφο της Κουμουνδούρου το μπολάκι νερού της Φάρλι.

Ευδοκίμως αποχωρών

Φεύγει ύστερα από πέντε χρόνων θητεία στη θέση του προέδρου της ΕΡΤ ο Κωνσταντίνος Ζούλας. Μια θητεία με, σίγουρα, θετικό πρόσημο. Που ξαναέβαλε τα κρατικά κανάλια στο κοντρόλ των τηλεθεατών ύστερα από την υποβάθμιση στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ, τότε που είχε καταντήσει παρακμιακό κομματικό παραμάγαζο. Και ωραία σίριαλ είδαμε, και ωραίες εκπομπές, και ωραίες συνεντεύξεις, και ωραίες επαναλήψεις.

Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω δύο φάουλ. Το ένα αφορά την εκπομπή του Σαββατοκύριακου «Δύο στις δέκα» που παρουσίαζαν δύο δημοσιογράφοι – η Ζωή Κρονάκη και ο Δημήτρης Γιατζόγλου. Ο δεύτερος αποχώρησε. Και στη θέση του πήγε ο ηθοποιός Τάσος Ιορδανίδης. Από πού κι ως πού ηθοποιός σε θέση δημοσιογράφου και μάλιστα στο κρατικό κανάλι; Το δεύτερο αφορά τη νέα κωμωδία «Αρχελάου 5». Μια ξεπατικωτούρα με τους ίδιους πρωταγωνιστές της περσινής εκπομπής «Τα νούμερα» του Φοίβου Δεληβοριά που είχε σημειώσει εξαιρετικά χαμηλές θεαματικότητες. Τηλεόραση όμως κάνουμε για τους τηλεθεατές. Οχι για τους φίλους μας.