Ο ευτραφής τουρίστας (δεν έχει σημασία αν είναι Αμερικανός ή Μεξικανός, Γιαπωνέζος ή Ισπανός) ανηφορίζει αγκομαχώντας, μετά συζύγου και τέκνων, τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου μέχρι το Ηρώδειο. Λίγο πιο ψηλά, εκεί που, πίσω από τη βλάστηση, προβάλει ολόκληρος ο Παρθενώνας, ο περί ου ο λόγος ξένος γυρίζει την πλάτη στο μνημείο, σηκώνει το κινητό και βγάζει την πρώτη selfie.

Οταν δε καταφθάνει και η υπόλοιπη οικογένεια, ακολουθεί καταιγισμός φωτογραφιών. Το ζευγάρι, με τα παιδιά, ο πατέρας με την κόρη κ.λπ. κ.λπ. Πάντα selfie και πάντα με τα οπίσθια γυρισμένα στον Ιερό Βράχο, τον οποίο, παρεμπιπτόντως, για να δουν χρειάστηκε να ταξιδέψουν χιλιάδες χιλιόμετρα ξοδεύοντας μια περιουσία. Για να μην είμαστε άδικοι, δεν είναι οι μόνοι. Πρόκειται για μια από τις πιο συνηθισμένες εικόνες που  προσφέρουν τουρίστες κάθε ηλικίας και εθνικότητας μπροστά από ιστορικά μνημεία, πριν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, τα επισκεφθούν από κοντά. Και για να συνεχίσουμε να είμαστε δίκαιοι – δεν είναι μόνο οι τουρίστες, είμαστε κι εμείς. Συνηθέστερα με άλλο φόντο: ένα ειδυλλιακό ηλιοβασίλεμα, για παράδειγμα. Πολλές φορές, έτσι για παραλλαγή, εμείς, το υποκείμενο, απουσιάζουμε από τη λήψη.

Η ιεροτελεστία έχει ως εξής: έρχεται στο τραπέζι το εντυπωσιακό πιάτο που παραγγείλαμε. Πριν δοκιμάσουμε την πρώτη μπουκιά, το φωτογραφίζουμε και το «ανεβάζουμε». Το ίδιο γίνεται με όλα τα πιάτα – και μετά έρχεται η ώρα να αρπάξουμε το πιρούνι. Πρόκειται, μάλλον, για την ίδια λογική που μας κάνει, όταν βρεθούμε με παλιούς φίλους, να τραβήξουμε μια selfie, να την κοινοποιήσουμε και μετά να πούμε τα νέα μας.

Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το 62,6% των ανθρώπων παγκοσμίως χρησιμοποιούν σήμερα τα κοινωνικά δίκτυα με μέσο ημερήσιο χρόνο χρήσης τις 2 ώρες και 20 λεπτά που όλο και αυξάνεται. Σιγά – σιγά ξεχνάμε να απολαμβάνουμε τη στιγμή, τη γεύση, το συναίσθημα και φροντίζουμε να διαδώσουμε την εικόνα – και μάλιστα βιαστικά. Σιγά – σιγά μαθαίνουμε να υπάρχουμε και να ζούμε μέσα από τα μάτια των άλλων – φίλων ή «ακολούθων» μας.