Σε θετικό αναβάθμισε το oultook της ελληνικής οικονομίας η αυστηρή Μοοdy’s, διατηρώντας το outlook στο Ba1, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
H Moody’s, που ο οικονομολόγος και αρθρογράφος των «New York Times» Τόμας Φρίντμαν είχε χαρακτηρίσει ως μια από τις δυο υπερδυνάμεις, η άλλη είναι οι ΗΠΑ., είναι ο τελευταίος μεγάλος οίκος αξιολόγησης που δεν έχει ακόμα αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία σε επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του οίκου αλλαγή των προοπτικών σε θετική αντανακλά αυξημένη πιθανότητα διαρκούς ενίσχυσης της υγείας του τραπεζικού τομέα, η οποία μειώνει τους κινδύνους ενδεχόμενης ευθύνης για την κυβέρνηση.
Επιπλέον, με την πιθανότητα οικονομικής ανάπτυξης και δημοσιονομικών επιδόσεων να ξεπερνούν τις προσδοκίες μας, η δημοσιονομική ισχύς της Ελλάδας θα μπορούσε να βελτιωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο.
Η επιβεβαίωση της αξιολόγησης Ba1 της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τις σημαντικές βελτιώσεις των τελευταίων ετών όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική εξυγίανση σε σχέση με τις συνεχείς προκλήσεις σε τομείς όπως η βελτίωση της δικαστικής αποτελεσματικότητας, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η πολύ υψηλή επιβάρυνση του δημόσιου χρέους.
Το τραπεζικό σύστημα
«Βλέπουμε αυξημένη πιθανότητα διαρκούς ενίσχυσης της υγείας του τραπεζικού τομέα, η οποία μειώνει τους κινδύνους ενδεχόμενης ευθύνης για την κυβέρνηση. Η υγεία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος έχει ήδη βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε πολλούς δείκτες χρηματοοικονομικής ευρωστίας» αναφέρει ο διεθνής οίκος.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για το πρώτο τρίμηνο του 2024, οι δείκτες κεφαλαιοποίησης είναι πλέον κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ, με δείκτη CET-1 για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα 15,5% έναντι 16% για το σύνολο της ΕΕ. Η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες και εμφανίζουν τη χαμηλότερη αναλογία κόστους-εσόδων στην ΕΕ.
Ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) εξακολουθεί να είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, οι προοπτικές είναι καλές ότι θα είναι πιο κοντά στο 1,9% του μέσου όρου σε όλη την ΕΕ τα επόμενα ένα έως δύο χρόνια. Η πιθανή περαιτέρω μείωση του δείκτη ΜΕΔ θα ωφεληθεί από την ανακοινωθείσα επέκταση του Ελληνικού Σχεδίου Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων (HAPS) κατά 1 δισ. ευρώ (από 2 δισ. ευρώ αρχικά).
Σημάδια βελτιωμένης υγείας του τραπεζικού τομέα και συνεπώς μειωμένων κινδύνων ενδεχόμενης υποχρέωσης για το δημόσιο είναι επίσης ορατά από την πώληση του μεριδίου του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) στην Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. τον Μάρτιο του 2024 και από τα σχέδια να εκχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας Α.Ε. πριν το τέλος του έτους.
Οι κίνδυνοι για τα δημοσιονομικά
Σύμφωνα με τον οίκο η ελληνική κυβέρνηση έχει επιδείξει ισχυρή δέσμευση στη δημοσιονομική σύνεση και έχει εφαρμόσει μια σειρά δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων που ενίσχυσαν τη βάση εσόδων τα τελευταία χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα και ταχύτερη μείωση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από ό,τι αναμένουμε.
Οι ολοκληρωμένες και συνεχιζόμενες μεταρρυθμίσεις στην πλευρά των εσόδων στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της είσπραξης φόρων και στη μείωση της φοροαποφυγής στους τομείς του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και εταιρειών, καθώς και στη μείωση του χάσματος φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ). Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, πρωτοβουλίες ψηφιοποίησης στην αρχή είσπραξης εσόδων, καθώς και ηλεκτρονική τιμολόγηση και αναφορά σε πραγματικό χρόνο στο σημείο πώλησης.
Τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του τρέχοντος έτους, ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσίασε ισχυρές αυξήσεις στα έσοδα, ιδίως για φόρους εισοδήματος και ΦΠΑ, γεγονός που στηρίζει την αποτελεσματικότητα των πρόσφατων φορολογικών μεταρρυθμίσεων. Για τη γενική κυβέρνηση, το πρωτογενές πλεόνασμα σε ταμειακά διαθέσιμα έφτασε τα 5,2 δισ. ευρώ (2,2% του ΑΕΠ), έναντι 3,7 δισ. ευρώ (1,7% του ΑΕΠ) την ίδια περίοδο το 2023, καθώς τα έσοδα αυξήθηκαν ταχύτερα από τις δαπάνες.
Προβλέπουμε δημοσιονομικά ελλείμματα περίπου 1% του ΑΕΠ για τη γενική κυβέρνηση για το 2024 έως το 2026, μια περαιτέρω βελτίωση από το έλλειμμα 1,6% του ΑΕΠ το 2023. Επιπλέον, αναμένουμε πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2024 και 2026, υπεραποδίδοντας τους στόχους που περιγράφονται στο πρόγραμμα σταθερότητας της Ελλάδας. Επί του παρόντος, αναμένουμε ότι το βάρος του χρέους θα μειωθεί κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2025 και σε λιγότερο από το 140% του ΑΕΠ έως το 2027.
Δεδομένου του ιστορικού της κυβέρνησης όσον αφορά την υπεραπόδοση των δημοσιονομικών της στόχων και την πιθανότητα περαιτέρω κερδών από μεταρρυθμίσεις όσον αφορά τα έσοδα, βλέπουμε ανοδικούς κινδύνους για τις δημοσιονομικές επιδόσεις. Τα υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα – ενδεχομένως σε συνδυασμό με ισχυρότερη αύξηση του πραγματικού και του ονομαστικού ΑΕΠ – θα υποστήριζαν με τη σειρά τους μια ταχύτερη μείωση του δημόσιου χρέους, αν και από πολύ υψηλά επίπεδα.
πηγή: ot