Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να αναστρέψει την απώλεια όρασης; Θα υπάρχουν στο άμεσο μέλλον βιονικά μάτια ικανά να ρυθμίζουν την εξέλιξη των ασθενειών; Αυτά είναι ερωτήματα που σύντομα θα απαντηθούν, αλλά φαίνεται ότι ήδη υπάρχει μια πρώτη πρόοδος που θα αλλάξει την πορεία μιας από τις πιο σκληρές ασθένειες. Οπως αναφέρουν οι πληροφορίες από τη Δυτική Ευρώπη, πρόκειται για μια επαναστατική μέθοδο για τη θεραπεία της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, μιας ασθένειας των ματιών που οδηγεί στην τύφλωση.
Η διαδικασία θα μοντελοποιεί την απελευθέρωση της φαρμακευτικής ουσίας. Το φάρμακο θα περιέχει ένα λογισμικό AI που θα αναλύει την κατάσταση του ματιού σε πραγματικό χρόνο και θα προσαρμόζει τη δοσολογία του φαρμάκου ανάλογα με τις ανάγκες του ασθενούς. Αυτό θα επιτρέπει στο φάρμακο να απελευθερώνεται με πιο στοχευμένο και αποτελεσματικό τρόπο, μειώνοντας τον αριθμό των ενέσεων. Σήμερα, ο μόνος τρόπος για να καθυστερήσει η εξέλιξη της ασθένειας είναι με παρακεντήσεις στον αμφιβληστροειδή.
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι υπάρχουν 100.000-150.000 άτομα με εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.
Η τεχνητή νοημοσύνη θα εξασφαλίζει ότι η δοσολογία που απελευθερώνεται θα είναι η ελάχιστη απαραίτητη για τη θεραπεία, μειώνοντας έτσι τις πιθανές παρενέργειες και τη συχνότητα των παρακεντήσεων.
Εάν το φάρμακο λάβει έγκριση, θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρωτοποριακή λύση για τη θεραπεία. Οι κλινικές δοκιμές θα είναι απαραίτητες για να διασφαλιστούν η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια του φαρμάκου με ενσωματωμένη τεχνητή νοημοσύνη, αλλά εφόσον αυτό αποδειχθεί επιτυχές, θα μπορούσε να προσφέρει σημαντική βελτίωση στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας είναι μια χρόνια, εκφυλιστική ασθένεια των ματιών, μία από τις κύριες αιτίες σοβαρής απώλειας όρασης και τύφλωσης σε άτομα άνω των 65 ετών. Υπολογίζεται ότι επηρεάζει περισσότερους από 20 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Σήμερα, η θεραπεία της, και συγκεκριμένα της υγρής μορφής της (γνωστή και ως υγρή ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας), περιλαμβάνει κυρίως τη χρήση ενέσεων εντός του ματιού (παρακεντήσεις) με ειδικά φάρμακα που στοχεύουν στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου.
Οι πιο κοινές θεραπείες περιλαμβάνουν ενέσεις φαρμάκων όπως το Ranibizumab (Lucentis), το Aflibercept (Eylea) και το Bevacizumab (Avastin). Αυτά τα φάρμακα είναι αναστολείς του αυξητικού παράγοντα VEGF (Vascular Endothelial Growth Factor), ο οποίος συμβάλλει στον σχηματισμό μη φυσιολογικών αγγείων κάτω από τον αμφιβληστροειδή. Η έγχυση γίνεται με παρακέντηση στο μάτι, συνήθως στο υαλοειδές σώμα, κάθε 30 έως 60 ημέρες. Η συχνότητα των ενέσεων εξαρτάται από την εξέλιξη της νόσου και την ανταπόκριση στη θεραπεία. Στην αρχή, οι ενέσεις είναι πιο συχνές (κάθε 4 έως 6 εβδομάδες), ενώ στη συνέχεια, αν η πάθηση σταθεροποιηθεί, μπορεί να γίνονται αραιότερα.
Οι ασθενείς υποβάλλονται τακτικά σε εξετάσεις για να παρακολουθείται η κατάσταση του ματιού, κυρίως μέσω απεικονίσεων του αμφιβληστροειδούς (Οπτική Τομογραφία Συνοχής – OCT) και άλλων ειδικών τεχνικών για την αξιολόγηση της πορείας της πάθησης.
Οι ασθενείς πρέπει να επισκέπτονται συχνά το νοσοκομείο για τις ενέσεις, κάτι που μπορεί να είναι κουραστικό και αγχωτικό, ιδιαίτερα για ηλικιωμένα άτομα που είναι πιο πιθανό να υποφέρουν από εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Μάλιστα, υπάρχουν κίνδυνοι επιπλοκών, όπως μόλυνση, αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς ή αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση.
Συνδυάζοντας την AI με προχωρημένες θεραπείες, όπως γονιδιακές θεραπείες ή τη χρήση βλαστοκυττάρων, ο τομέας της οφθαλμολογίας προσπαθεί όχι μόνο να επιβραδύνει την πρόοδο της εκφύλισης της ωχράς κηλίδας, αλλά και να αποκαταστήσει μερικώς την όραση.
Με τη νέα φόρμουλα της φαρμακευτικής Roche, θα χρειαστεί μια ενδοϋαλοειδική ένεση. Η AI θα αναλύει την κατάσταση του ματιού και θα προσαρμόζει τη δοσολογία του φαρμάκου για να μεγιστοποιήσει την αποτελεσματικότητα.