Πριν από χρόνια, οδηγούσα στην Εθνική Οδό ακούγοντας τη «Θητεία». Μόλις άρχισε να παίζει «Τα λόγια και τα χρόνια» δυναμώνω τον ήχο. Ηταν μια κίνηση σχεδόν μηχανική όταν άκουγα το συγκεκριμένο τραγούδι και η ένταση «τερμάτιζε» πάντα στους στίχους «κι όλο θαρρώ/ πως έρχονται τ’ αηδόνια». Με ξεσήκωνε εκείνο το τεράστιο «ω» στην ερμηνεία του Χαράλαμπου Γαργανουράκη, μου δημιουργούσε μια αίσθηση ανάτασης, χωρίς να ξέρω αν προερχόταν από τον επικό βηματισμό του ρυθμού που έντυνε τους τρυφερούς και τόσο σκοτεινούς στίχους του (τι δώρο αυτή η ιερή συνάντηση του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Μάνου Ελευθερίου).

σεμνότητά στο αστραφτερό τραγούδισμά του, με την αυθεντική, διαχρονική του γοητεία και τη μελωδική κρητική προφορά του, δημιουργούσαν μια σπάνια ερμηνευτική γραφή που αναδείχθηκε με την απλότητά της. Επιστρέφω σ’ εκείνη τη διαδρομή με την ξεχωριστή μουσική υπόκρουση, όπου με σταματά η τροχαία. Ηταν όμως η εποχή που το άγχος των μικρών παραβάσεων έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, οπότε η ένταση της μουσικής χαμήλωσε μόλις οι αστυνομικοί με πλησίασαν.

Μετά την ευγενική τους σύσταση για την ταχύτητα με την οποία οδηγούσα – καλά, δεν πήγαινα και με 200 χλμ.! – διαπίστωσα ότι τους εξέπληξε ευχάριστα που άκουγα αυτόν τον δίσκο και μάλιστα τόσο δυνατά. Αγαπούσαν και εκείνοι την Κρήτη και τη μουσική της, οπότε ακολούθησε μια μικρή συζήτηση που απαντούσε ο καθένας στα «τι, πώς, και ποιος» μάς έφερε τόσο κοντά στη μεγαλόνησο.

Διηγούμαι την περιπέτειά μου στον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και του εξηγώ πως είχε γίνει το σάουντρακ ενός ταξιδιού, το οποίο πήρε τη θέση που του ανήκει σ’ εκείνο κομμάτι της αθώας μνήμης. Αρχισα ν’ αναζητώ το τραπέζι όπου θα καθόμασταν γιατί ήθελα να τον ακούσω να μου διηγείται τη δική του μοναδική ιστορία.

Πώς η φωνή του, από τα πανηγύρια της Κρήτης, κατάφερε να ανέβει στις κορυφές της ελληνικής μουσικής, αφήνοντας ανεξίτηλο το σημάδι του μέσα από τις μοναδικές του ερμηνείες. Χαμογελούσε με σεμνότητα σε κάθε καλή κουβέντα που άκουγε. Οχι με την έπαρση του χορτασμένου, αλλά με την ευγνωμοσύνη ενός ανθρώπου που είχε ζήσει τα όνειρά του. Εκείνου που δεν παρεξέκλινε από τους ηθικούς του κανόνες, παρόλο που ίσως αυτό να του στέρησε μια καλλιτεχνική υπέρβαση και που ενδεχομένως θα του πρόσφερε κάποιες συνεργασίες.

Μεγάλο μέρος της συζήτησή μας ήταν γύρω από τη μακροχρόνια και βαθιά σχέση που είχε χτίσει με τον Γιάννη Μαρκόπουλο. Διατήρησε απαράμιλλη πίστη σε αυτή τη συνεργασία με τον διακεκριμένο δημιουργό, πιθανόν γιατί αναγνώριζε την ευκαιρία που του είχε προσφέρει να ερμηνεύσει αυτά τα σπουδαία τραγούδια. Μέσα από αυτή τη συνοδοιπορία, μπόρεσε να δημιουργήσει ένα αξεπέραστο ρεπερτόριο που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ελληνική μουσική.

Η εκτίμησή του προς τον συνθέτη και το έργο του, καθώς και η καλλιτεχνική τους σύμπνοια, αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο για την πορεία του στον χώρο του τραγουδιού. Γιατί, όπως λέει, «όσο καλή και αν ήταν η διαδρομή μου στην Κρήτη με τα παραδοσιακά τραγούδια και τα πανηγύρια, όταν με κάλεσε ο Γιάννης Μαρκόπουλος στην Αθήνα ένιωσα σημαντικός».

Οχι άδικα αφού για τέσσερις και πλέον δεκαετίες ήταν ο τραγουδιστής του. Δισκογραφία, εμφανίσεις στις μπουάτ και έπειτα συναυλίες μέχρι πρόσφατα – επιβεβαιώνουν την αμοιβαία καλλιτεχνική εκτίμηση και τον διαχρονικό χαρακτήρα της ουσιαστικής τους σχέσης.

Στην Αθήνα, δίπλα στον Γιάννη Μαρκόπουλο, συνεργάζεται με καλλιτέχνες όπως ο Λάκης Χαλκιάς, η Τάνια Τσανακλίδου, η Λιζέτα Νικολάου, η Βασιλική Λαβίνα, ο Νίκος Ξυλούρης, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας, η Βίκυ Μοσχολιού, ο Αντώνης Καλογιάννης, ο Μανώλης Μητσιάς και άλλους πολλούς και σημαντικούς. Μεγάλες περιοδείες, συναυλίες σε σπουδαία θέατρα σε Ευρώπη και Αμερική, στιγμές μεγάλης δόξας μια περίοδο που το τραγούδι γινόταν το όχημα για να γραφτεί από την αρχή η ιστορία της Ελλάδας. Σε αυτό στεγάστηκαν οι ελπίδες και τα όνειρα εκείνων που οραματίζονταν να σηκωθούν ξανά.

«Μαζί με τον Μαρκόπουλο έμαθα μουσική»

Με το ένα πόδι βαθιά ριζωμένο στην κρητική παράδοση και το άλλο στον σύγχρονο ελληνικό μουσικό χώρο, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης κατάφερε να δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο καλλιτεχνικό διάλογο μεταξύ των δύο. Ερμηνευτής και λυράρης, σε μια πορεία που ξεπερνά τα εξήντα χρόνια, ισορρόπησε με μοναδικό τρόπο ανάμεσα στη μουσική παράδοση της Κρήτης και το «έντεχνο» τραγούδι.

«Αυτό ήταν το πεπρωμένο μου. Ούτε η Κρήτη έχει εγκαταλείψει ποτέ την ψυχή μου, ούτε έπαψα να υπηρετώ με πάθος το έντεχνο. Αναφέρω ξανά την ευεργετική συνάντησή μου με τον σπουδαίο συνθέτη, ο οποίος υπήρξε σημαντικός δάσκαλος για μένα». Απαιτούσε από τα τραγούδια του συγκεκριμένη ερμηνεία και ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης απεδείχθη ιδανικός μαθητής του.

«Η ερμηνεία μου ήταν απλή και δωρική, όπως τη χαρακτήριζε – και αυτό ακριβώς του άρεσε. Η χροιά της φωνής μου, που δεν θυμίζει καμία άλλη, τον ενθουσίαζε. Δεν είχα μουσικές γνώσεις, αλλά μαζί του έμαθα μουσική. Στην αρχή, δυσκολευόμουν να ερμηνεύσω τα πιο απαιτητικά τραγούδια με ορχήστρα, καθώς ήταν “μετρημένα”. Στα κρητικά τραγούδια, αυτά που λέγαμε στα πανηγύρια, παίζαμε όπως μας έβγαινε, μόνοι μας ήμασταν. Ομως για να αποδώσω με τον ιδανικότερο τρόπο ό,τι μου εμπιστευόταν ο συνθέτης, αποφάσισα να παρακολουθήσω μαθήματα στο ωδείο, για να αποκτήσω βασικές γνώσεις και να μπορώ να αντεπεξέλθω. Δεν έμαθα να διαβάζω παρτιτούρες, αλλά δημιούργησα τις δικές μου, ώστε να ξέρω πότε να μπαίνω και πώς σ’ ένα κομμάτι για να το ερμηνεύω. Είναι η δική μου προσωπική γραφή».

Η συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο ξεκίνησε το 1973 και αποτυπώθηκε σε δώδεκα δίσκους. Ορισμένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια που του εμπιστεύτηκε προέρχονται από έργα του όπως η «Θητεία» του Μάνου Ελευθερίου, ο «Θεσσαλικός Κύκλος» του Κώστα Βίρβου, το «Οροπέδιο» του Μιχάλη Κατσαρού, το «Αφιέρωμα», η «Τολμηρή επικοινωνία», το «Παράθυρο στη Μεσόγειο», καθώς και από τα νεότερα έργα του, όπως ο «Ορφέας» και η «Αναγέννηση: Κρήτη, ανάμεσα σε Βενετία και Πόλη». Εκτός από ερμηνευτής, συνεργάστηκε με τον σπουδαίο συνθέτη και ως λυράρης, συμμετέχοντας σε ορχηστρικούς δίσκους του.

Σε μια γειτονιά γεμάτη λυράρηδες

Το νήμα της διαδρομής του ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης άρχισε να το ξετυλίγει πηγαίνοντας πιο πίσω στον χρόνο, όταν είδε το φως της ζωής το 1948 στον Αγιο Θωμά, ένα ορεινό χωριό κοντά στο Ηράκλειο εκεί όπου μεγάλωσε.

«Ημουν τυχερός γιατί η γειτονιά μου ήταν γεμάτη λυράρηδες, και έτσι δεν είχα έναν μόνο δάσκαλο, αλλά πολλούς. Το χωριό μας ανέδειξε μερικούς από τους πιο διάσημους κατασκευαστές και παίκτες της λύρας, όπως τον Γιώργη τον Μελαμπιανό, τον Μιχάλη Κατσαραπίδη και τον Γιώργη Φραγκιουδάκη. Οπως μπορείς να φανταστείς, τα μυστικά της λύρας τα έμαθα νωρίς. Στα 14 μου χρόνια μέχρι και τα 17, από το 1960 έως το 1963, περιόδευσα με τη λύρα μου σε όλα τα πανηγύρια των χωριών του Μαλεβιζίου, του Μονοφατσίου, της Μεσσαράς, του Τεμένους, του Ηρακλείου, της Πεδιάδας, της Βιάνου και άλλων περιοχών.

Οταν ήμουν παιδί, τους άκουγα και ένιωθα ζήλια. Δεν ζήτησα όμως από τον πατέρα μου να μου αγοράσει κάποιο όργανο ή να με στείλει σε κάποιον δάσκαλο, καθώς ήθελε να με προσανατολίσει στην αγροτική ζωή. Ευτυχώς, είχα τον αδερφό μου, ο οποίος ασχολούνταν με τη μουσική και αναγνώρισε νωρίς το ταλέντο μου.

Στα πέντε μου χρόνια, έπαιρνα την κιθάρα του, πήγαινα μέσα στο δωμάτιο και έπαιζα κοντυλιές.

Μια μέρα, μου είπε: “Πώς τα έμαθες αυτά; Εγώ πηγαίνω τόσα χρόνια στο ωδείο και δεν μπορώ να το παίξω”. Αυτό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, το βάπτισμα του πυρός για μένα. Κάθε μέρα που περνούσε, ένιωθα να πηγαίνω όλο και πιο κοντά στη μουσική. Αρχισα να μελετάω λύρα και να παίζω στα πανηγύρια».

Μαζί με τα παραδοσιακά έβρισκε χώρο να παίξει και εκείνα που του άρεσαν, όπως τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, τα οποία, όπως λέει, φέρουν βαθιά μέσα τους την Κρήτη. Φέρνει εικόνες από εκείνη την εποχή των πρώτων βημάτων και μου τονίζει ότι το πρόγραμμα των πανηγυριών δεν περιοριζόταν μόνο σε παραδοσιακά τραγούδια. Το ρεπερτόριό του περιελάμβανε τραγούδια του Μαρκόπουλου, αλλά και τανγκό, καθώς τότε οι χοροί ήταν δημοφιλείς. Μου εξηγεί τη σύνδεση που είχε με τη δημιουργία του πρωτοπόρου συνθέτη.

«Τα τραγούδια του φέρουν κρητικό χρώμα και μου ταιριάζουν απόλυτα. Μόλις κυκλοφόρησαν το “Χρονικό” και η “Ιθαγένεια” τα λάτρεψα.

Ο Νίκος Ξυλούρης υπήρξε πρότυπό μου. Ημουν 15-16 ετών, κι εκείνος είχε ήδη ξεκινήσει την πορεία του στο ελληνικό τραγούδι. Οταν εγώ άρχισα να μαθαίνω, αυτός βρισκόταν στην κορυφή του.

Εχω πολύ ζωντανές μνήμες από την εποχή που ερχόταν στο χωριό της γυναίκας του της Ουρανίας, στο Βενεράτο, το οποίο απέχει περίπου πέντε χιλιόμετρα από το δικό μου, και έπαιζε».

Οταν η συνεργασία του με τον Νίκο Ξυλούρη έφτασε στο τέλος, ο Γιάννης Μαρκόπουλος αναζητούσε μια φωνή ικανή να ερμηνεύσει τα νέα του έργα. «Μου είχε εκμυστηρευτεί ότι ένιωθε απογοητευμένος, καθώς είχε ακούσει πολλούς λυράρηδες, αλλά κανένας δεν τον είχε ικανοποιήσει. Κάποιος του μίλησε για μένα και ανέφερε ότι γνωρίζω και παίζω το έργο του. Ετσι, αποφάσισε να έρθει στο θερινό μαγαζί όπου τραγουδούσα, την “Αρετούσα”, για να με ακούσει. Θυμάμαι ότι το μαγαζί ήταν γεμάτο κόσμο, και με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να βρούμε ένα τραπέζι για να καθίσει».

Η κοινή αξία της επιστροφής στις ρίζες

Ο Μαρκόπουλος τον παρακολουθεί επί πολλές ώρες. Παρατηρεί τις κινήσεις του, την έκφρασή του, και την αφοσίωσή του στο κοινό, και συγκινείται. Στο τέλος της βραδιάς, του πρότεινε να τον επισκεφτεί στην Αθήνα για να μιλήσουν.

Ο νεαρός λυράρης δέχτηκε αμέσως, χωρίς καμία αμφιβολία, να ενώσει τη μοίρα του με εκείνη του Γιάννη Μαρκόπουλου. Και είναι μέσα του εδραιωμένη η πεποίθηση, ότι ένας από τους κύριους λόγους που τους έδεσαν ήταν η κοινή τους αξία της «επιστροφής στις ρίζες». Αυτό υποδηλώνει μια δυναμική κατεύθυνση προς το μέλλον, που θεμελιώνεται στην εμπειρία που αποκτούμε από το παραδοσιακό και κλασικό υλικό.

Αυτά είναι τα κυρίαρχα στοιχεία που διατρέχουν την πορεία του, τη φωνή του, μια φωνή με καταγωγή και ρίζες σε ευγενή υλικά, του λέω και τον παρατηρώ να με κοιτάζει σαν να τα ακούει πρώτη φορά, χαμογελώντας αμυδρά.

Μου είπε και άλλες ωραίες ιστορίες από τη συναρπαστική ζωή του: τη στιγμή που αποφάσισε, εκεί γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1990, να κατέβει στην Κρήτη γιατί η Αθήνα δεν τον χωρούσε, για τον τρόπο που βρήκαν με τον συνθέτη να συνεργάζονται όταν τον καλούσε στις συναυλίες του, για τα εκατοντάδες δικά του τραγούδια που έχει γράψει.

Και όταν ετοιμαζόμασταν ν’ αποχαιρετηθούμε με ρωτάει: «Τελικά σου έδωσαν κλήση τότε που σε σταμάτησαν στην Εθνική Οδό;». Φυσικά και δεν μου έδωσαν. Ισως έπρεπε να τους χαρίσω τη «Θητεία», αλλά πώς θα έβγαιναν τα χιλιόμετρα μέχρι την Αθήνα;