Το θλιβερό προτελευταίο κεφάλαιο στην κατηφόρα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θυμίζει πόσο εύθραυστη είναι όχι μόνο η συγκυρία αλλά και η δημοκρατία. Eνα κόμμα και ένας νέος αρχηγός, που, μέχρι πριν από έντεκα μήνες, δήλωναν έτοιμοι για νέο ξεκίνημα, βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι με το φάσμα της διάλυσης – αυτό θα είναι το τελευταίο κεφάλαιο. Πολλά, πρόσωπα και πράγματα, έπαιξαν ρόλο, αλλά το βασικό ήταν ότι τόσο η επιλογή αρχηγού όσο και η επιλογή κατεύθυνσης αγνόησαν τα θεμελιώδη της πολιτικής: χωρίς περιεχόμενο μπορείς να κοροϊδέψεις για λίγο, αλλά είναι αδύνατο να πας μακριά. Ελλειψη συγκρότησης, ήθους και σχεδίου εκ μέρους του εκλεγέντος αρχηγού. Κοντόθωροι και «επικοινωνιακοί» λόγοι εκλογής του, τακτικισμοί και μάχες χαρακωμάτων σε όλη τη διάρκεια της θητείας του. Αδυναμία προσέγγισης της ουσίας, εξέτασης των κυβερνητικών πεπραγμένων και λαθών του κόμματος, του ρόλου του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, των αναγκών της «Αριστεράς» και της χώρας. Με αυτά τα στοιχεία να κυριαρχούν από την πρώτη σχεδόν στιγμή, δεν προκαλεί έκπληξη η κωμικοτραγική, όσο και άδοξη, κατάληξη. Με θύμα όχι μόνο το ίδιο το κόμμα αλλά και το ελληνικό πολιτικό σύστημα, που μένει λειψό χωρίς αξιωματική αντιπολίτευση και χωρίς αντίβαρο στην κυβέρνηση.

Υπάρχουν και χειρότερα δημοκρατικά αδιέξοδα. Δύο μήνες μετά από πρόωρες, και εντελώς άκαιρες, εκλογές, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας επέλεξε πρωθυπουργό προερχόμενο από ένα κόμμα ηττημένο – ήρθε τέταρτο στις κάλπες –, διασπασμένο – ένα κομμάτι του ήθελε να προσεταιριστεί την Ακροδεξιά – και αντίθετης φιλοσοφίας από αυτή που εξέφρασε το κοινωνικό σώμα. Είναι αλήθεια, ότι, με βάση το Σύνταγμα, η επιλογή του πρωθυπουργού αποτελεί προνομία του προέδρου και ότι βασικό κριτήριο δεν αποτελεί το «χρώμα» της κυβέρνησης που θα σχηματιστεί, αλλά να μπορεί να «σταθεί» στη Βουλή, δηλαδή να μην πέσει από ενδεχόμενη ψήφο δυσπιστίας. Είναι επίσης γεγονός ότι η παράταξη που ήρθε πρώτη, η ετερόκλητη συμμαχία της Αριστεράς, δεν διευκόλυνε τον πρόεδρο, προτείνοντας μία άπειρη υποψήφια και προβάλλοντας ένα «ριζοσπαστικό» πρόγραμμα ανατροπής, χωρίς να έχει την ανάλογη πλειοψηφία. Ομως, η κίνηση του προέδρου έχει ως νομοτελειακό αποτέλεσμα να μεγεθύνει την απονομιμοποίηση του ίδιου και τη δυσπιστία του κοινωνικού σώματος προς το πολιτικό σύστημα, αφού η επιλογή πρωθυπουργού όχι μόνο δεν αντανακλά καθόλου το εκλογικό αποτέλεσμα, αλλά καθιστά τον μεγάλο ηττημένο της κάλπης, την Ακροδεξιά της Λεπέν, ρυθμιστή της εξουσίας: όσο θέλει κρατά και όποτε θέλει ρίχνει την κυβέρνηση. Είναι άραγε δημοκρατικό κάτι τέτοιο;

Είναι άραγε, επίσης, δημοκρατικό ένα εκλογικό αποτέλεσμα στο οποίο ο απερχόμενος πρόεδρος, που μόλις πριν λίγα χρόνια είχε αμφισβητηθεί από τεράστια πλήθη στους δρόμους, επανεκλέγεται με το 95% της λαϊκής ψήφου και με συμμετοχή 48%; Συνέβη αυτή τη βδομάδα στην Αλγερία και εικονογραφεί τη διάκριση μεταξύ ουσιαστικής και τυπικής δημοκρατίας. Και πόσο δημοκρατικό είναι να υποβάλλονται προτάσεις για κρισιμότατα ζητήματα, να υποδεικνύονται δρόμοι και να ζητούνται σημαντικότατοι πόροι, από μη αιρετά πρόσωπα και χωρίς λήψη υπόψη των πολιτικών συσχετισμών δυνάμεων αλλά και της βούλησης των κοινωνιών; Συνέβη αυτή τη βδομάδα με την Εκθεση που υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο υπεράνω πάσης υποψίας μεν, χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση δε, Μάριο Ντράγκι. Μήπως τα πολλά σωστά που προτείνει δημιουργήσουν περισσότερες αντιστάσεις από ό,τι συναινέσεις; Χρειάζεται να προσθέτουμε και εκ των έσω πλήγματα σε μια δημοκρατία που έχει τόσους εχθρούς;

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος