«Θα τους χαμογελάς. Θα λες “μπονζούρ” – ξέρεις και τίποτε άλλο στα γαλλικά; Αν έχουν απορίες, θα μεταφράζω εγώ. Στην Ελλάδα δεν το συνηθίζετε;».
«Βεβαίως! Κρατάει όμως δύο ώρες. Στην Αμερική, στο βιβλιοπωλείο που το έκανα, μία με το ζόρι…».
«Εδώ δεν βιαζόμαστε. Νερό, καφέ, θα σου φέρνουμε όποτε θες».
Υπογραφές σε υπαίθρια έκθεση. Κάθεται παναπεί ο συγγραφέας σε καρεκλάκι, πίσω από το τραπέζι που είναι τοποθετημένα τα βιβλία του. Και επιδιώκει, με τη δύναμη της σκέψης βασικά, να μεταμορφώσει τους περαστικούς σε αναγνώστες του. «Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο» σαρκάζει ο Καρυωτάκης. «Οχι μόνο τα έβαλες, εκδόθηκες και στο εξωτερικό, τυχεράκια! Βοήθα τώρα να σε πουλήσουμε!».
Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, από τις εννέα το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα, με διακοπή για κολατσιό. Είκοσι τέσσερις συνολικά ώρες να είσαι – ή να πασχίζεις να γίνεις – η ζωντανή ρεκλάμα του έργου σου.
«Εγώ το κάνω από Αύγουστο μέχρι Μάιο. Κάθε Σαββατοκύριακο έχει κάπου στη Γαλλία φεστιβάλ βιβλίου. Με στέλνει ο εκδότης μου. Αποτελεί κομμάτι της δουλειάς μου» μου εξηγεί ο φίλος που γράφει θρίλερ στα γαλλικά. «Και αποδίδει;» τον ρωτάω. «Αμ πώς; Το ένα τέταρτο των βιβλίων μου έτσι φεύγουν. Με ιδιόχειρες αφιερώσεις»! «Το συνηθίζουν όλοι;». «Αμα δεν είσαι τερατωδώς ευπώλητος κι ελπίζεις παραταύτα να βιοπορίζεσαι γράφοντας, δεν έχεις άλλη επιλογή…». «Κι αν δεν αρέσει η φάτσα σου;». «Φτιάξ’την! Εγώ ίσιωσα τα δόντια μου, ένα ελκυστικό χαμόγελο πάντα πιάνει». «Ετσι κι αλλιώς, κούκλος είσαι!» λέω και δεν πρόκειται για κοπλιμέντο. «Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης».
Θυμάμαι τον Λευτέρη Πανταζή, ο οποίος και στο ζενίθ ακόμα της καριέρας του, στεκόταν στην πόρτα του μαγαζιού και υποδεχόταν τους πελάτες. Εδώ δεν είναι όμως μπουζούκια. Η πλατεία του Φιβό είναι, ενός ωραιότατου χωριού στην Προβηγκία. Κόσμος συρρέει κι από τη Μασσαλία κι από την Αιξ – νιώθουν το φεστιβάλ γεγονός – βοηθούν και οι πολιτιστικοί φορείς, πληρώνουν αεροπορικά, φιλοξενούν συγγραφείς… «Κάποτε αντί για βιβλία, πουλούσαν ζώα, άλογα, γελάδια…». Ως φόρος τιμής σε εκείνη την παράδοση, περνούν από μπροστά μας παιδάκια καβάλα σε πόνι ενώ χορευτές τοπικών συλλόγων, ντυμένοι σαν τον Αστερίξ, ορχούνται με υπόκρουση τύμπανου και φλογέρας.
Η πώληση απαιτεί ταλέντο. Και κέφι. Η διπλανή μου, η πιο ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου πεζογράφος μας, δεν το έχει ντιπ. Τους κοιτάζει σκωπτικά, τους σχολιάζει στα ελληνικά, «δες έναν πισινό που έχει αυτός! Σαν να έχει φάει φτυαριά! Αμ, το ζεύγος; Ετσι, χεράκι – χεράκι, περπατούν και μες στο σπίτι τους;». Εγώ το προσπαθώ φιλότιμα. Ξεφυλλίζουν τα βιβλία μου, περιεργάζονται έπειτα εμένα. «Για τι θέματα γράφετε;» με ρωτούν. «Στην Ελλάδα συμβαίνουν οι ιστορίες σας;». «Μάλιστα…». «Πού ακριβώς;». «Τι εννοείτε;». «Κυκλάδες; Κρήτη; Αθήνα;».
Στη γιορτή προς τιμήν μας, καταλαβαίνουμε πόσο οικτρά έχει αποτύχει η προσπάθεια της δικής μας γενιάς να ανανεώσει το διεθνές πρόσωπο της χώρας. Να ξεκολλήσουμε από τα 60’ς. Γύψινοι κίονες, κούροι από φελιζόλ, αφίσες με τη Σαντορίνη και την Πάρο, ρετσίνα, ούζο, μεζέδες ταβέρνας, όσο πιο αρχετυπικοί – τσατζίκι, ταραμοσαλάτα, ντολμαδάκι –, τόσο πιο ανάρπαστοι. Από τα μεγάφωνα η «Μαργαρίτα Μαργαρώ» και «Τα Παιδιά του Πειραιά» σε άκρως τουριστικές εκτελέσεις. Μια παρέα εβδομηντάρηδων έρχονται στο κέφι και ζητούν να σπάσουν πιάτα – «έχει καταργηθεί αυτό, δεκαετίες τώρα» – «μα γιατί;» απογοητεύονται.
Στο στρογγυλό τραπέζι υποστηρίζω πως υπάρχει μια Ελλάδα σημερινή, εξίσου ενδιαφέρουσα, με διαφορετικές σχέσεις και αντιθέσεις, μια Ελλάδα που αξίζει να ανακαλύψουν στη λογοτεχνία της. «Ματαιοπονείς. Και να υπάρχει, δεν τους αφορά. Εκτός αν πουλήσεις κρίση, χρεοκοπία… Αν γίνεις γραφικός από την ανάποδη…». «Και ο Μάρκαρης; Και ο Λάνθιμος;». «Ο Μάρκαρης γράφει αστυνομικά, άλλος πλανήτης. Οσο για τον Λάνθιμο, έχει ακουμπήσει μακριά του το μαρμάρινο κεφάλι που του εξαντλούσε τους αγκώνες…». «Ποιους αγκώνες;». «Αυτούς που λέει ο Γιώργος». «Ποιος Γιώργος;». «Ο Σεφέρης, ντε!».