Είναι ένα ερώτημα εάν η συζήτηση άνοιξε, εν μέσω θέρους, στο πλαίσιο βολιδοσκόπησης προθέσεων και καταγραφής αντιδράσεων. Αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Νίκος Δένδιας βρέθηκε στο κάδρο της προεδρικής εκλογής. Από την παρασκηνιακή ανταλλαγή σκέψεων και «πληροφοριών», η συζήτηση πέρασε στη δημόσια σφαίρα, με βουλευτές να παίρνουν θέση και τον Πρωθυπουργό και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να καλούνται να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν. Είναι θέμα ερμηνείας και οπτικής γωνίας ποιο ακριβώς μήνυμα έστειλαν με την απάντησή τους. Η συζήτηση είναι «πρόωρη και προσβλητική», καθώς αφορά το ύπατο πολιτειακό αξίωμα. Στο πρωθυπουργικό γραφείο το ζήτημα θα τεθεί επί τάπητος από τον προσεχή Ιανουάριο και μέχρι τότε θα ήταν φρόνιμο να μην ασχοληθεί κανείς. Και, κατά τις διαβεβαιώσεις, δεν έχει γίνει καμία σχετική συζήτηση ανάμεσα στον Μητσοτάκη και τον Δένδια. Αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν, βέβαια, θα βρει αρκετές περιπτώσεις που η συζήτηση για την προεδρική εκλογή είχε ανοίξει και κλείσει μήνες νωρίτερα. Η ανανέωση της θητείας του Κωστή Στεφανόπουλου, για παράδειγμα, είχε επισημοποιηθεί από το καλοκαίρι του 1999 – και κάθε άλλο σενάριο εξαφανίστηκε. Είναι αμφίβολο εάν συμβεί το ίδιο και μετά τις πρωθυπουργικές προτροπές, για τον απλούστατο λόγο επειδή αυτές επιτρέπουν να συντηρηθεί η σεναριολογία. Από την οπτική πολλών, εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης ασχοληθεί με το ζήτημα από τον Ιανουάριο – μερικές εβδομάδες, δηλαδή, πριν από την προεδρική εκλογή –, αυτό σημαίνει ότι αυτή την ώρα δεν έχει καταλήξει. Που με τη σειρά του συνεπάγεται πως ο Πρωθυπουργός «ζυγίζει» κι άλλες υποψηφιότητες πέραν της Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Ακόμη κι αν δεν έχει ανέβει στη ζυγαριά ο Νίκος Δένδιας.
Ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει φωτιά πίσω από τον καπνό, η συμπερίληψη του υπουργού Αμυνας στη λίστα των πιθανών υποψηφίων Προέδρων της Δημοκρατίας – γιατί δεν είναι μόνος του σε αυτήν –, έχει προφανώς να κάνει και με τη διελκυστίνδα που εξελίσσεται εντός της ΝΔ για τη ρότα που πρέπει να χαράξει το κυβερνητικό καράβι. Μια επιλογή Δένδια έχει κομματικά χαρακτηριστικά και θα μπορούσε να σηματοδοτεί την επιστροφή του Μαξίμου στις παραταξιακές παραδόσεις. Το συντηρητικό ακροατήριο που συγκινείται και από μια σκληρή εθνική ατζέντα δεν πρέπει να λοξοδρομήσει σε επιλογές τύπου Βελόπουλου ή Λατινοπούλου. Ανάλογα μηνύματα, άλλωστε, φαίνεται να εκπέμπει και η απόφαση να μετακομίσει στις Βρυξέλλες ο Απόστολος Τζιτζικώστας. Αν αυτό αποτελεί την κρίσιμη παράμετρο για τις πρωθυπουργικές αποφάσεις, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταλήξει ότι οι βαθιές πληγές προκαλούνται από το δεξιό ακροατήριο, ενώ οι κεντρώοι δεν απειλούν με αποσκίρτηση.
Ο δημοφιλέστερος υπουργός θα μπορούσε, ενδεχομένως, να συγκρατήσει τα συντηρητικά πλήθη – και να έχει έναν ρόλο παρατηρητή όσων θα διαδραματίζονται μελλοντικά στην κεντρική πολιτική σκηνή. Μέχρι να καθαρίσει από το Μαξίμου η ομίχλη, είναι σαφές ότι ο Δένδιας θα συντηρήσει ένα πατριωτικό προφίλ, όχι μόνον λόγω των χαρακτηριστικών που συνοδεύουν το υπουργικό χαρτοφυλάκιό του. Ο πατριωτισμός, άλλωστε, τέμνει οριζόντια όλα το κομματικό στερέωμα. Την ώρα που η διπλωματία αναζητεί «παράθυρο ευκαιρίας» στη Νέα Υόρκη για να ανοίξει στο τραπέζι της ελληνοτουρκικής προσέγγισης και το ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών, ο Δένδιας φρόντισε να φτάσει στο Καστελλόριζο με τον Θουκυδίδη υπό μάλης και να παραπέμψει στον Διάλογο των Μηλίων με τους Αθηναίους, διαμηνύοντας πως «οι ισχυροί επιβάλλουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι παραχωρούν ό,τι τους επιβάλλει η αδυναμία τους». Για όσους μπορεί να χαθούν στη μετάφραση, φρόντισε επιπλέον να τονίσει ότι η Χάγη, εάν φθάσουμε ποτέ εκεί με την Αγκυρα, παράγει εθιμικούς κανόνες και για μη συμβαλλόμενα κράτη. Τα νησιά δικαιούνται αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) και υφαλοκρηπίδα. Ως προς τα δικαιώματα που συνδέονται με την κυριαρχία, για το μέγεθος των νησιών δεν γίνεται διαφοροποίηση και «οποιαδήποτε αντίθετη άποψη, αυτομάτως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή». Ο Δένδιας επενδύει σε έναν πατριωτισμό με διακομματικά χαρακτηριστικά.