Η πρέφα είναι παίγνιο τεχνικό και απαιτητικό σε εµπειρία. Αλλά, όπως συµβαίνει µε τα πάντα στη ζωή, χωρίς τύχη θα σηκωθείς δαρµένος από το τραπέζι. Ανήκει, ως πτωχή µικρή εξαδέλφη, στην ίδια οικογένεια µε το µπριτζ. Ενας µπριτζέρ µπορεί να παίξει εξαιρετική πρέφα. Δεν ισχύει το αντίστοιχο για τον πρεφαδόρο, ο οποίος, πάντως, θα µάθει πιο εύκολα το µπριτζ. Η πρέφα αντλεί την καταγωγή της από τη Ρωσία και επινοήθηκε ως «γρήγορη» και πιο απλή παραλλαγή του µπριτζ. Παίζεται µε τρεις (ή και τέσσερις) παίκτες και κάθε παρτίδα δύναται να εξελιχθεί σε ατέρµονη διαδικασία. Κοινώς, αρκεί να το επιθυµεί ένας στο τραπέζι και η παρτίδα δεν θα τελειώσει ποτέ. Υπάρχει και ένα παλαιό αστείο για τους µελλοθάνατους που δηλώνουν ως τελευταία επιθυµία να παίξουν µια πρέφα. Για δεκαετίες η πρέφα υπήρξε βασικό στοιχείο εκπαίδευσης των καφενειακών θαµώνων ανά τη χώρα. Οχι µόνο στην περιφέρεια, αλλά και στα αστικά υπόγεια σφαιριστήρια, µε τους πρεφαδόρους να αγνοούν τα µπιλιάρδα και το ξύλινο ποδοσφαιράκι, αφοσιωµένοι στα νάζια της τράπουλας. Πρέφα δεν έπαιζαν µόνο οι µπαρµπάδες στο χωριό. Ηταν ιδιαίτερα δηµοφιλής στον φοιτητικό κόσµο (µαζί µε το µπουρλότ), κυρίως στους σπουδαστές θετικών επιστηµών. Ντουµανιασµένο υπόγειο, ξεθωριασµένη τράπουλα, φραπές, αθλητική εφηµερίδα στο πλάι και πρέφα µε µια δραχµή το καπίκι. Οι πρεφαδόροι τιµούν την καταγωγή του παιχνιδιού και συναλλάσσονται µε καπίκια – υποδιαίρεση του ρουβλιού.

Είναι µια τέχνη που τη µαθαίνεις δίπλα στους µαστόρους. Ενας βλάκας δεν µπορεί να παίξει πρέφα. Αλλά είναι βλάκας όποιος νοµίζει ότι παίζει καλή πρέφα. Δεν αρκεί να γνωρίζεις τους κανόνες για να πάρεις θέση στο τραπέζι. Πρέπει να παρακολουθήσεις ώρες και ώρες παιχνιδιού για να αντιληφθείς την τακτική, αλλά και την προσαρµογή της ανά περίσταση. Στην πρέφα είσαι επιτιθέµενος και αµυνόµενος. Στήνονται ενέδρες, συνάπτονται αµυντικές συµφωνίες, η στρατηγική διαφοροποιείται ανάλογα µε τη σειρά κατά την οποία παίζεις. Είναι το πιο πολιτικό παιχνίδι που υπάρχει. Αλλά δυστυχώς οι πολιτικοί απέχουν. Εξ όσων γνωρίζω, καλή πρέφα έπαιζε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (λογικό µου ακούγεται), ενώ στο ευγενές παίγνιο ασκείται και ο Αδωνις Γεωργιάδης αν και αγνοώ το επίπεδό του.

Η πρέφα χάνεται. Είναι ένα παιχνίδι προς εξαφάνιση. Στα καφενεία των χωριών εξοβελίστηκε από την µπιρίµπα. Είναι τραγικό, αλλά συµβαίνει. Είσαι µέσα στο καφενείο, από τα ηχεία παίζουν λαϊκά, στην τηλεόραση έχει βουβό Ευαγγελάτο, τα iqos δίπλα στα smartphone και ακούς ένα «Μήτσο δώσε µου το µπιριµπάκι». Αυτό είναι, στα αλήθεια, πολιτιστική έκπτωση, αλλοίωση στοιχείων της εθνικής µας ταυτότητας, ωµός εκχυδαϊσµός των καφενειακών µας ηθών που αποτελούν πυλώνα της ελληνικής παράδοσης. Πώς έγινε και επιτρέψαµε σε αυτό το αίσχος να µας σκεπάσει; Τα κάστρα πέφτουν από µέσα και οι πολιτισµοί από σαράκι που κατατρώει τα ξύλινα ποδάρια τους. Βλέπεις ολόκληρους άντρες, µε τα ρούχα του αγρού, να παίζουν µπιρίµπα ρουφώντας ηλεκτρονικό τσιγάρο, πίνοντας φρέντο. Είναι να ντρέπεσαι. Πώς θα διατηρήσουµε την ταυτότητά µας; Πώς θα συντηρήσουµε την εθνική µας ιδιαιτερότητα; Και, εν τέλει, τι κάνει η κυβέρνηση, το υπουργείο Πολιτισµού;

Στα σοβαρά τώρα. Το ελληνικό παραδοσιακό καφενείο αποτελεί διακριτό στοιχείο µε σηµαντικό αποτύπωµα στην εθνική λαογραφία. Και όχι µόνο. Μέσα από την εξέλιξη του καφενείου και των ηθών του, µπορείς να χαρτογραφήσεις την πορεία της κοινωνίας, έστω και αν παραµείνεις στην πατριαρχική της διάσταση. Κάτι αντίστοιχο, σε µικρότερο βαθµό, συµβαίνει και µε τα αστικά σφαιριστήρια που καλλιέργησαν τη νεανική κουλτούρα των προς αποχώρηση γενεών. Αλλά όλα αυτά ανήκουν σε έναν κόσµο που σταδιακά βυθίζεται στη λήθη, ξεχασµένος, παρωχηµένος. Και η καηµένη η πρέφα πώς να ανταγωνιστεί την µπιρίµπα; Η εποχή ευνοεί την έξαψη της έκπληξης που θα βιώσεις τραβώντας το χαρτί, την ελπίδα που είναι κρυµµένη στο επόµενο φύλλο. Στην πρέφα φτιάχνεις το νοικοκυριό σου µε αυτά που έχεις στο χέρι – µόνο ένας, ο «αγοραστής», αποκτά το δικαίωµα να αλλάξει δύο κάρτες. Σε µερικές δεκαετίες δεν θα υπάρχει άνθρωπος που να ξέρει πρέφα. Λάθος. Θα µείνουν µόνο δύο. Και θα ψάχνουν µαταίως για τον τρίτο.