Η ιδεολογική απίσχνανση οδηγεί στο υπερτροφικό εγώ. Οντως; Αυτό είναι η εξήγηση για την κατάπτωση του ΣΥΡΙΖΑ; Και πώς τη γλιτώνουν τα άλλα κόμματα που συνδυάζουν εξαίσια τα δύο κουσούρια, την ιδεολογική φτώχεια με τους εκρηκτικούς εγωισμούς; Ή απλώς στον ανεκπαίδευτο ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε νεοφώτιστη φτώχεια, όπως ακριβώς προηγουμένως είχαμε πολιτικό νεοπλουτισμό; Το βέβαιον είναι ότι τα τελευταία χρόνια και ιδίως τους τελευταίους μήνες, θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι τα τεκταινόμενα στο ΣΥΡΙΖΑ, πίσω από έναν αριστεροφανή λόγο, κρύβουν έναν ανυπόφορο πολιτικό φορμαλισμό. Μια τυποκρατία διά της οποίας απλώς εξοντώνεται ο εκάστοτε εσωτερικός πολιτικός αντίπαλος. Επομένως δεν πρόκειται για ξερή μετακίνηση από την πολιτική ουσία, στην πολιτική τυπολατρία. Πρόκειται για κάτι πιο ζωτικό. Και γι’ αυτό θα είναι παρατεταμένο, ανθεκτικό και αποτελεσματικό: θα σβήσει, με το σβήσιμο του κόμματος και των φαντασιώσεων που αυτό το κόμμα συγκεφαλαίωσε. Κανείς φυσικά δεν ασχολείται με την πολιτική παραγωγή, αλλά μόνο με τον εαυτό του, ως το μονογενές ισοδύναμό της.
Από τη θεωρία γνωρίζουμε ότι φορμαλισμός – στην μάλλον έκπτωτη εκδοχή του – είναι η προσκόλληση σε παραδοσιακούς κανόνες, σε τυπικά μορφικά γνωρίσματα. Η μορφή αποτελεί το όλον του έργου.
Στην πολιτική, μια διατύπωση γραφειοκρατικού λόγου μετεξελίσσεται σε κατ’ επίφασιν, πολιτικό λόγο. Ομως αυτό το απαύγασμα αλληλοσυντροφικού μίσους που μπορεί να ανθολογήσει κανείς μάλλον οδηγεί σε άλλα ρεύματα τέχνης. Στον εξπρεσιονισμό ή τους αυτοτραυματισμούς στην Performance. Μεγάλες συναισθηματικές εντάσεις παραμορφώνουν τις απεικονίσεις και τη σχεδιαστική ψυχραιμία. Ομως, αυτό που βλέπουμε, οι ακαριαίες αλλαγές κριτηρίου πολλών, οι φανατικές αλλαγές στρατεύσεων και οπαδικών στοιχίσεων, οι αντιφατικές επικλήσεις σε κάτι αόριστο, όπως (σε κάποια) ψυχή του κόμματος, (σε κάποια) παράδοση της «Αριστεράς» και συγχρόνως η πιο σκληρή εξουσιομανής πρακτική, αντί για φορμαλισμό (και αξιοσέβαστη εμμένεια) ή έστω την εξπρεσιονιστική υπερβολή, δείχνουν ένα είδος ακραίου πολιτικού καιροσκοπισμού, πολύ καλοσχεδιασμένου, ψύχραιμου, που μοιάζει πολύ με αυτό που (υποτίθεται ότι) ιδρυτικά αντιπαλεύει η Αριστερά: τον χρηματιστηριακό οπορτουνισμό. Κανένας κανόνας, μόνο κατίσχυση. Ενα «χρηματιστήριο» συμπεριφορών και κραυγών, άηθες και αηδιαστικό.
Η χρηματιστηριακή λογική, ως προς την οικονομία είναι υποκριτική. Ενώ την επικαλείται, απλώς τη σφετερίζεται. Ο,τι σχέση έχει η χρηματιστηριακή λογική με την οικονομική και παραγωγική ουσία, τόση σχέση έχει με τα ιδεολογικά και συμπεριφορικά «αποκρυσταλλώματα» της Αριστεράς, αυτό που διαμείβεται εντός του βυθιζόμενου κομματικού σκάφους.
Τέχνη, χρηματιστηριακός καιροσκοπισμός, διάφορα μεταφορικά σχήματα και παραδείγματα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να καταλάβει κανείς το αδιανόητο: πώς γκρεμίζεις το σπίτι, επειδή βαριέσαι την ανακαίνιση.
Μέχρι την τελευταία στιγμή θα σφάζονται παλατιανοί, πραίτορες, γαιοκτήμονες που έχουν χάσει πλέον την περιουσία. Μια οδυνηρή μετάβαση. Μόνο που μεταβαίνουν σε μια φθαρμένη και απομυθοποιημένη εκδοχή του «μικρού καθαρού κόμματος» και σε μια φάση, που κανείς δεν μπορεί να είναι γενναιόδωρος, οικτίρμων ή ανυποψίαστος. Ο κόσμος που εγκαταλείπεται, με τέτοια απρονοησία και ηλιθιότητα, με τέτοιον εγωισμό, δεν θα είναι απλώς αναχωρητής και θρηνητικός. Θα είναι με τον σκληρότερο τρόπο αφανιστικός.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ