Αν, σε κάποια μελλοντική επέτειό του, το ΠΑΣΟΚ εκδώσει ένα ανθολόγιο των Πατερικών του κειμένων, θα βρει, φαντάζομαι, μια θέση δίπλα στη διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη κι ένα λιγότερο ένδοξο ή δημοφιλές, μα ιδιαίτερα σημαντικό, κείμενο. Η ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο μετά την επιστροφή του στην εξουσία, τον Δεκέμβριο του 1993, με τον σημαδιακό τίτλο: «Είτε το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος, είτε το χρέος θα αφανίσει το έθνος».
Στην πραγματικότητα ήταν μια καλλιεπής αναγγελία ενός προγράμματος εξυγίανσης στα δημόσια οικονομικά. Ενός προγράμματος λιτότητας, δηλαδή. Αλλά ήταν και κάτι πολύ περισσότερο. Μια πλήρης αναδιατύπωση του ιδεολογικού και πολιτικού στίγματος της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Οπου προτεραιότητα είχαν στόχοι, όπως η «σύγκλιση με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς», οι επενδύσεις και η άνοδος της παραγωγικότητας, και, προπάντων, μια μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση. «Το καθεστώς της νόμιμης ή παράνομης αποφυγής της φορολογίας από μεγάλες κατηγορίες του πληθυσμού τερματίζεται».
Το ενδιαφέρον (και η επικαιρότητα) εκείνου του κειμένου ήταν ότι έδινε έναν νέο ορισμό του «ελληνικού προβλήματος». Το πρόβλημα, έλεγε ο Παπανδρέου, ήταν πως η Ελλάδα, σε μια εικοσαετία ταχείας ανάπτυξης, είχε πραγματοποιήσει «ένα τεράστιο άλμα προς τον οικονομικό εκσυγχρονισμό». Αλλά οι θεσμοί της, το κράτος της δεν ακολούθησαν τις γρήγορες κοινωνικές ανακατατάξεις της ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Με δύο κυρίως συνέπειες, οι οποίες επιδείνωναν τις επιπτώσεις για τη χώρα μιας διεθνούς οικονομικής ύφεσης.
Πρώτη συνέπεια: Κλάδοι ολόκληροι της οικονομίας, όπως η οικοδομή, συνέχιζαν να απολαμβάνουν φορολογικής ασυλίας, όταν αυτό δεν εξυπηρετούσε πια καμιά αναπτυξιακή ανάγκη, οι αγρότες συνέχιζαν αδικαιολόγητα να μη συνεισφέρουν στα κοινά βάρη και ο φορολογικός μηχανισμός «στάθηκε ανίκανος να εντάξει στο σώμα των φορολογουμένων» τις όλο και μεγαλύτερες ομάδες των ανερχόμενων μεσοστρωμάτων (αυτούς που σε προηγούμενη φάση περιέγραφε ως «μη προνομιούχους»). Δεύτερη συνέπεια: Το κράτος το ίδιο, οι υπηρεσίες του, «δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν στις σύγχρονες αναπτυξιακές ανάγκες». Η χρησιμότητά τους εξαντλείται στο «να απορροφούν παθητικά ένα μέρος των εργαζομένων που διαφορετικά θα έμεναν άνεργοι», δημιουργώντας δημοσιοϋπαλληλικό υπερπληθυσμό και παράγοντας ελλείμματα που πνίγουν την οικονομία και εμποδίζουν την ανάπτυξη.
Από αυτήν την αφετηρία, πολύ διαφορετική από το 1981, εκκινούσε η δεύτερη περίοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Και αν ο Κώστας Σημίτης απεδείχθη στη συνέχεια συνεπέστερος εκφραστής αυτών των «εκσυγχρονιστικών» ιδεών, οι ιδέες οι ίδιες δεν ήταν εξωτικές, ξένες προς κάποιο μυθικό «ΠΑΣΟΚικό» ή «ανδρεϊκό» DNA. Το «εκσυγχρονιστικό» στίγμα, άλλωστε, ανιχνεύεται και σε ένα προγενέστερο, πολύ λιγότερο γνωστό κείμενο του Ανδρέα – προς ανθολόγηση κι αυτό – από το φθινόπωρο του 1987.
Είχε δημοσιευθεί στο αμερικανικό περιοδικό «New Perspectives Quarterly» μια συνομιλία του εκδότη και του αρχισυντάκτη του περιοδικού με τον Ανδρέα, στην Αθήνα. Ανάμεσα σε πολλά ενδιαφέροντα για το μέλλον του σοσιαλισμού, το πείραμα Γκορμπατσόφ, ή τα όρια της «κεϊνσιανής» συνταγής σε καιρούς παγκοσμιοποίησης («ένας κεϊνσιανός σήμερα θα χρεοκοπούσε την Ελλάδα μέσα σε δύο χρόνια»!), ο Ανδρέας έκανε μια κριτική αποτίμηση της πρώτης του τετραετίας – της τόσο δημοφιλούς μέχρι και σήμερα. Ετοιμος να αναγνωρίσει ότι το Δημόσιο απασχολούσε «περίπου διπλάσιο προσωπικό από το αναγκαίο για την παραγωγή των υπηρεσιών του» ή ότι έχουν δίκιο οι εργοδότες όταν διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν την αναγκαία ελευθερία να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους. Και κατέληγε με τη δυσοίωνη πρόβλεψη πως αν η Ελλάδα δεν καταφέρει να προσελκύσει σημαντικές ξένες επενδύσεις, που θα χρηματοδοτήσουν τη συμμετοχή της στην τεχνολογική επανάσταση «είναι καταδικασμένη να είναι μια τουριστική χώρα, που οι νέοι της θα μεταναστεύουν και ένας ηλικιωμένος πληθυσμός θα εξυπηρετεί ξενοδοχεία».
Η ειρωνεία της ιστορίας είναι πως λίγο μετά τη δημοσίευση της τολμηρής εκείνης συνέντευξης, το αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας, το οποίο είχε ξεκινήσει τον Οκτώβριο του 1985 και στο οποίο έδιναν θεωρητική κάλυψη οι σκέψεις που μοιραζόταν ο Ανδρέας με τους αμερικανούς συνομιλητές του, επρόκειτο να εγκαταλειφθεί. Και ο υπουργός που το υλοποιούσε, ο Σημίτης, να αποπεμφθεί, στο πλαίσιο ενός σχεδιασμού πρόωρων εκλογών που εν τέλει ματαιώθηκε. Αλλά οι διατυπώσεις διατηρούν και σήμερα τη σημασία τους. Ως απόδειξη, έστω, ότι η περίφημη «ψυχή της παράταξης» δεν είναι τόσο μονοσήμαντη όσο οι οπαδοί και οι αντίπαλοί της πιστεύουν.
Αυτή η μικρή αναδρομή – σαν υστερόγραφο στην 50ή επέτειο του ΠΑΣΟΚ – έχει, νομίζω, μια αξία τώρα που το κόμμα αυτό φαίνεται να έχει μια ευκαιρία επιστροφής σε πρωταγωνιστικούς ρόλους – και αναζητά τον δρόμο, το πρόσωπο, τις ιδέες. Μα ίσως έχει και μια αξία γενικότερα για ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει να περνά, αυτήν την περίοδο, μια δοκιμασία. Μια κρίση απονομιμοποίησης. Ενας σπουδαίος ελληνιστής, ο Ρόντρικ Μπίτον («Ελλάδα – βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους») υποστηρίζει πως οι πολιτικές περιπέτειες της νεότερης ελληνικής ιστορίας μπορούν να ερμηνευθούν και να γίνουν κατανοητές αν αναχθούν στην εμφύλια σύγκρουση που σημάδεψε την Επανάσταση του 1821. Εκείνος ο πρώτος εμφύλιος είχε φέρει σε αντιπαράθεση από τη μια τους «παραδοσιοκράτες» οπλαρχηγούς, που υπερασπίζονταν την ελευθερία και την ένδοξη αυτάρκειά τους. Και από την άλλη τους δυτικότροπους «εκσυγχρονιστές» της εποχής, πραγματιστές και οπαδούς του συγκεντρωτικού κράτους και της ενοποίησης του έθνους. Η επικράτηση των δεύτερων όρισε τη μορφή και τη μοίρα του μελλοντικού έθνους-κράτους. Αλλά «με τίμημα μια διαίρεση στον ιστό της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δεν έχει εξαλειφθεί μέχρι σήμερα».
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, με μεγάλη δόση αυθαιρεσίας, να το δούμε κάπως έτσι: Στον μακρύ χρόνο της μεταπολίτευσης, αυτή η διαιρετική τομή, ο απόηχός της έστω, δεν αντιπαρέθετε τα κόμματα εξουσίας μεταξύ τους, τα διαπερνούσε, τα έτεμνε στο εσωτερικό τους. Και το στοίχημα της πολιτικής ηγεμονίας δεν το κέρδιζε όποιος, σχηματικά, καταλάμβανε το «Κέντρο». Μα όποιος μπορούσε να συνθέτει τα διιστάμενα, να «γειώνει» στη συνείδηση μιας λαϊκής πλειοψηφίας μια εκσυγχρονιστική επαγγελία. Κι αν η Κεντροαριστερά έγινε κάποτε το «φυσικό κόμμα διακυβέρνησης», ήταν γιατί είχε την ικανότητα να επιτυγχάνει αυτήν τη σύνθεση ευκολότερα – μέχρι να χάσει την ικανότητα να το κάνει. Η ανάκτησή της είναι, κατά κάποιο τρόπο, το ζητούμενο σήμερα.