Το Τσάμπιονς Λιγκ που αρχίζει την επόμενη Τρίτη θα μας φανεί αρχικά σαν μια νέα διοργάνωση. Ενδεχομένως όχι όσο μας φάνηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν και πρωτοείδαμε την περίφημη «φάση των ομίλων», ούτε όσο μας φάνηκε το 1998, όταν σε αυτό άρχισαν να παίρνουν μέρος και οι μη πρωταθλητές, τουλάχιστον των μεγάλων πρωταθλημάτων. Εκείνες οι αλλαγές του format ήταν εντυπωσιακές – αλλά και οι τωρινές δεν είναι μικρές.

Ρεβάνς

Ας τις θυμηθούμε. Πλέον δεν υπάρχουν όμιλοι, αλλά κάθε ομάδα θα δώσει τέσσερα ματς εντός και τέσσερα ματς εκτός έδρας με διαφορετικούς αντιπάλους για να μαζέψει τους βαθμούς της. Θα υπάρξει μια τελική βαθμολογία κοινή για όλους. Οι πρώτοι της οκτώ θα μπουν στους 16 και οι αντίπαλοί τους θα είναι οι οκτώ νικητές των μπαράζ του Φεβρουαρίου, που θα γίνουν μεταξύ των ομάδων που τερμάτισαν από την ένατη μέχρι την εικοστή τέταρτη θέση. Αυτοί που θα έχουν τερματίσει από την ένατη μέχρι τη δέκατη έκτη θέση θα παίξουν με τους υπόλοιπους οκτώ, αυτούς που θα βρεθούν στις θέσεις 17 έως 24, έχοντας το πλεονέκτημα της ρεβάνς στην έδρα τους.

Κληρώσεις

Το σύστημα είναι λιγότερο πολύπλοκο από όσο μοιάζει. Στο τέλος ίσως αληθινή καινοτομία αποδειχτεί το γεγονός ότι πλέον δεν θα υπάρχουν κληρώσεις. Μετά το τέλος της πρώτης φάσης η θέση που η κάθε ομάδα έχει τερματίσει θα καθορίσει και τους αντιπάλους της. Οι δυο πρώτοι της γενικής βαθμολογίας δεν θα μπορούν να βρεθούν αντιμέτωποι πριν από τον τελικό. Οι πιθανότητες να δούμε πρώιμους τελικούς (όπως τα τελευταία χρόνια που η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Σίτι έπαιζαν αντίπαλοι πριν από τον τελικό) μειώνονται. Μειώνεται και η πιθανότητα να γίνουν πολλές εκπλήξεις. Η Μπορούσια Ντόρτμουντ π.χ., που πέρυσι αγωνίστηκε στον τελικό, είναι αμφίβολο αν μπορεί με βάση το νέο σύστημα να τα ξανακαταφέρει. Χρειάστηκε επίσης μία μόνο, ας πούμε, κλήρωση για να γίνει σαφές πως και με το νέο σύστημα κάποιοι μπορεί να έχουν οκτώ πολύ δύσκολους αντιπάλους στην πρώτη φάση και άλλοι οκτώ σαφώς πιο εύκολους. Η Παρί Σεν Ζερμέν π.χ. θα αγωνιστεί εντός έδρας με τις Μάντσεστερ Σίτι, Ατλέτικο Μαδρίτης, Αϊντχόφεν, Ζιρόνα και εκτός με τις Μπάγερν Μονάχου, Αρσεναλ, Ζάλτσμπουργκ και Στουτγάρδη. Ηδη λογικά στο Παρίσι νοσταλγούν τους παλιούς ομίλους.

Καταπόνηση

Πίσω από τις μεγάλες διαφορές υπάρχουν οι μικρές διαφορές. Η πρώτη τέτοια είναι ότι οι οκτώ αγωνιστικές παρατείνουν για έναν ολόκληρο μήνα την πρώτη φάση της διοργάνωσης. Η πρώτη φάση δεν θα ολοκληρωθεί την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, όπως συνέβαινε τον καιρό των ομίλων, αλλά στο τέλος Ιανουαρίου. Τα δύο ματς επιπλέον μπορεί να ακούγονται λίγα, δυσκολεύουν όμως έναν ακόμα μήνα, τον Ιανουάριο, στον οποίο μάλιστα σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης δεν υπάρχει πρωτάθλημα. Μεγάλη μοιάζει και η διαφορά στην αντιμετώπιση των δυσκολιών του προγράμματος. Το να αντιμετωπίσεις οκτώ διαφορετικές ομάδες είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από το να αγωνιστείς με τρεις ομάδες δύο φορές, όπως τον καιρό των ομίλων. Τότε η προσέγγιση ήταν πολύ απλή: μια ομάδα που ήθελε να προκριθεί ήθελε πρώτα από όλα τρεις νίκες στην έδρα της – αν έβρισκε και μία νίκη εκτός έδρας κόντρα στην αδύναμη ομάδα του ομίλου, η δουλειά είχε γίνει και μπορούσε σε δύο τουλάχιστον ματς να αγωνιστεί και με κάμποσους μη βασικούς, ρίχνοντας βάρος στα ματς του πρωταθλήματος στο οποίο έπαιρνε μέρος. Τώρα, αν θες να διακριθείς, πρέπει να κυνηγήσεις μια θέση στην πρώτη οκτάδα – μην πω στην πρώτη τετράδα. Είναι δύσκολο να υπάρχουν αδιάφοροι – κι αυτό είναι καλό. Αλλά από την άλλη η καταπόνηση των παικτών θα είναι μεγαλύτερη: όχι μόνο γιατί τα ματς είναι περισσότερα, αλλά και γιατί είναι πιο απαιτητικά.

Περισσότερα χρήματα

Πρόσφατα διάβασα μια συνέντευξη του υπευθύνου ευρωπαϊκών διοργανώσεων, του κ. Μαρκέτι. Του τόνισαν ότι, ενώ υπάρχει ένα γενικό αίτημα να μειωθούν τα ματς, η UEFA εμφανίζει ένα Τσάμπιονς Λιγκ με παιχνίδια περισσότερα και ότι αν σκεφτεί κανείς πως η ίδια διοργανωτική φόρμουλα ισχύει και στο Γιουρόπα Λιγκ η UEFA δυσκολεύει τη ζωή όλων των καλών ομάδων της Ευρώπης – φυσικά και των ποδοσφαιριστών τους. Ο Μαρκέτι ντρίμπλαρε την παρατήρηση λέγοντας πως η UEFA δεν περιορίζει τις ομάδες στο να χρησιμοποιούν μόνο 15 παίκτες. «Χάρη στο νέο format θα παίξουν πιο πολύ τα νεότερα παιδιά, οι ομάδες θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερα ρόστερ και η επιβάρυνση των παικτών θα είναι τελικά μικρότερη, αφού μια σεζόν δεν μπορεί να βγει πλέον με 25 παίκτες», είπε ο Ιταλός. Πιθανότατα να έχει και δίκιο. Υστερα από ένα διάστημα όλες οι ομάδες θα υποχρεωθούν να έχουν μεγαλύτερα ρόστερ από τα φετινά – πολλά θα αλλάξουν. Αλλά στη φετινή πρώτη σεζόν οι ομάδες δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει τους τρόπους που ακολουθούσαν τα χρόνια που υπήρχαν όμιλοι – κάποιοι παίκτες θα «λιώσουν» στο τρέξιμο. Φυσικά οι αλλαγές που έγιναν δεν έγιναν για να μεγαλώσουν τα ρόστερ των ομάδων, αλλά για να βγουν περισσότερα χρήματα. Και να πάει οριστικά στην άκρη η απειλή για τη δημιουργία της European Superleague, που εξακολουθεί να είναι για την UEFA o μεγάλος μπαμπούλας.

Οσα κι αν υπάρξουν

Αρκεί η αλλαγή του format για να προκύψει ένα νέο αγωνιστικό σκηνικό; Τα τελευταία χρόνια κέρδιζε το τρόπαιο όποιος μεταξύ των Ρεάλ Μαδρίτης και Μάντσεστερ Σίτι περνούσε μετά την ετήσια διπλή αναμέτρησή τους – θα αλλάξει αυτό; Λογικά όχι, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Η Ιστορία διδάσκει πως οι αλλαγές των formats των ευρωπαϊκών διοργανώσεων δημιουργούν πάντα νέα δεδομένα. Δεν αποκλείεται κάποιοι γρήγορα να αντιληφθούν πως αν ρίξουν το βάρος στο Τσάμπιονς Λιγκ (αφήνοντας κατά μέρος το πρωτάθλημά τους), μπορεί να καλύψουν τη διαφορά ποιότητας από τις ομάδες του Γκουαρντιόλα και του Αντσελότι χάρη στη φρεσκάδα τους: σε τελική ανάλυση, και ο Χάλαντ και ο Εμπαπέ άνθρωποι είναι και κουράζονται. Ομως άλλο είναι η θεωρία και άλλο η πραγματικότητα: η πραγματικότητα λέει πως αν θες να κάνεις μια πρόβλεψη με πιθανότητες να την κερδίσεις, πρέπει να πεις πως και φέτος ο Πεπ και ο Κάρλο κάποια στιγμή θα βρεθούν αντιμέτωποι κι όποιος κερδίσει την αναμέτρηση θα πάρει και την κούπα.

Οσα διαφορετικά formats και αν υπάρξουν στο Τσάμπιονς Λιγκ, κερδίζει σχεδόν πάντα ο καλύτερος…