Ο 50χρονος συγγραφέας από τη Βαλτιμόρη Φίλιπ Μάγερ περιγράφει εδώ μια παραδοσιακή εργατική τάξη που βλέπει το όλο και θολότερο αμερικανικό όνειρο να μην την περιλαμβάνει πια. Οι πράξεις των ηρώων του μυθιστορήματος μοιάζουν να υπαγορεύονται από ένα είδος μοίρας που βαραίνει πάνω στο αμερικανικό πεπρωμένο. Υπ’ αυτή την έννοια, η κατάστασή τους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ενόψει των αμερικανικών εκλογών και των προσπαθειών να ανιχνευθούν οι στάσεις ενός εκλογικού σώματος πολωμένου γύρω από συγκεχυμένα διακυβεύματα. Το ξαναδιάβασα τώρα, μία δεκαετία μετά την πρώτη έκδοσή του στα ελληνικά, όταν και το είχα κριτικάρει από τις σελίδες του «Βιβλιοδρομίου». Βρήκα πως προαναγγέλλει τον κλονισμό της παραδοσιακής, αμερικανικού τύπου ανάπτυξης με αρκετά ευκρινή τρόπο, ενόψει μάλιστα της ραγδαίας τεχνολογικής εξέλιξης, της πολλαπλότητας των κρίσεων, της ανάδυσης νέων ισχυρών παικτών με προεξάρχουσα την Κίνα και τις χώρες BRICS, και την εγκατάλειψη της βιομηχανικής ραχοκοκαλιάς της αμερικανικής οικονομίας.

Εν συνόψει θα λέγαμε πως αυτό που κυρίως προαναγγέλλεται εδώ είναι η πτώση της αμερικανικής αυτοκρατορίας υπό τον βαρύ βηματισμό της παγκοσμιοποίησης. Η εργατική τάξη πνέει τα λοίσθια, το ίδιο ο τρόπος ζωής και η κουλτούρα της. Η μεσαία τάξη συρρικνώνεται. Η φύση έχει βάναυσα κακοποιηθεί και ρυπανθεί αλλά σταδιακά ανακάμπτει καθώς τίθενται σε εφαρμογή νέα νομοθετικά περιβαλλοντικά εργαλεία. Η χαλυβουργία, η επεξεργασία μεταλλικών προϊόντων, οι εξορυκτικές δραστηριότητες και οι συναφείς βιομηχανίες της Πενσιλβάνια, του Οχάιο, της Ιντιάνα και γενικά της βιομηχανικής καρδιάς της Αμερικής κλείνουν ή μεταφέρονται σε άλλη γη και άλλα μέρη, ενώ οι εγκαταστάσεις τους και ο μηχανολογικός εξοπλισμός αφήνονται να σκουριάζουν [εξού και ο τίτλος του βιβλίου]. Η ανεργία καλπάζει, οι άνθρωποι ζουν εν πολλοίς από το επίδομα ανεργίας και από συρρικνούμενες συντάξεις, αλλά επανέρχονται σε ένα είδος οικιακής – τροφοσυλλεκτικής οικονομίας, τρεφόμενοι φέρ’ ειπείν με κρέας ελαφιού που κυνηγούν οι ίδιοι ή ανταλλάσσοντας υπηρεσίες μεταξύ τους.

Ο Φίλιπ Μάγερ εγκωμιάσθηκε από την πλειονότητα των σοβαρών κριτικών της Αμερικής γι’ αυτό του το βιβλίο. Συγκαταλέγεται σήμερα στους ανανεωτές της «αφήγησης της μικρής πόλης», κάτι σαν, ας πούμε, τον Τζον Στάινμπεκ στον καιρό του ή τους πιο σύγχρονους Ρίτσαρντ Ρούσο και Ράσελ Μπανκς, με βάση και το μεταγενέστερο ογκώδες βιβλίο του Ο γιος που μεταφράσθηκε στα ελληνικά επίσης από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Θεωρητικά το παρόν βιβλίο έχει όλα τα απαραίτητα συστατικά και τις κλασικές θεματικές γραμμές που διδάσκονται στις μέρες μας στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Εχουμε λ.χ. την προβληματική ενηλικίωση των δύο νεαρών άνεργων κεντρικών ηρώων και στενών φίλων. Της φυγής του ενός τους (του πλέον ευαίσθητου και καλού μαθητή) από το σπίτι με στόχο την περιπλάνηση στην απέραντη αμερικανική ενδοχώρα, ως τη Δυτική Ακτή και την Καλιφόρνια, για να βρει την τύχη του αλλά και να ζήσει την περιπέτεια. Τη συνάντηση με το «κακό» που παραμονεύει στη γωνία και μορφοποιείται μέσω μιας συμμορίας λούμπεν αστέγων. Τη σταθερή προάσπιση, έως και θυσία του φίλου του, που είναι αμφίθυμος ως προς την ιδέα της φυγής και καταλήγει να τσακώνεται με όποιον βρει μπροστά του. Εχουμε ακόμη γονείς βυθισμένους στο ποτό, την ανεργία, την κατάθλιψη και τη ζωή σε τροχόσπιτα. Εναν υπερβολικά καλό μπάτσο που υπερασπίζεται τον παραβατικό δεύτερο νεαρό, μεταξύ άλλων γιατί έχει τρυφερή σχέση με τη μητέρα του. Εχουμε τη μητέρα του άλλου πρωταγωνιστή που έχει αυτοκτονήσει με τον τρόπο της Βιρτζίνια Γουλφ –πέτρες στην τσέπη και εμβύθιση σ’ ένα παγωμένο ποτάμι. Υπάρχει ακόμη σε αντίστιξη μια φιλοπρόοδη αδελφή που σπουδάζει σε καλά κολέγια και έχει παντρευτεί ένα πλουσιόπαιδο, όταν όμως επιστρέφει στο σπίτι αναθυμάται τον εφηβικό της έρωτα με όσα συνήθως συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Τέλος, υπάρχουν εξαίρετες περιγραφές της φύσης της Δυτικής Πενσιλβάνια, η οποία επαναδιεκδικεί τα δικαιώματά της μετά τη ραγδαία αποβιομηχάνιση της περιοχής λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού.

Ο Μάγερ μάς δίνει την ιστορία με ένα είδος συνειδησιακής ροής, εστιάζοντας διαδοχικά και εναλλάξ σε όλους τους ήρωές του και αποσπώντας τη συμπάθειά μας γι’ αυτούς. Η αποβιομηχάνιση, η ανεργία και η έλλειψη προοπτικών για τους νέους θα αγγίξει – τηρουμένων των αναλογιών –και τις δικές μας ευαίσθητες χορδές, ενώ η δόμηση των δύο κεντρικών χαρακτήρων εξυπηρετεί μια ρεαλιστική πλοκή. Η διαρκής μετατόπιση του αφηγηματικού φακού τα καταφέρνει ώστε να παρακαμφθούν ο μελοδραματισμός και ο απλοϊκός ιδεαλισμός, ενώ η φυγή των ηρώων έχει προγραμματικά κάτι από Τζακ Κέρουακ. Ωστόσο στο παρόν συγκείμενο η φυγή των νέων γίνεται πρωτίστως λόγω υλικής αναγκαιότητας και όχι μιας στάσης ζωής τύπου Easy Rider. Οι ήρωές μας δηλαδή θα επιχειρήσουν να διαφύγουν από ένα πεπρωμένο αλκοολισμού και βίας, όχι πια τόσο για να ζήσουν την περιπέτεια του ταξιδιού όσο για να επιβιώσουν και ει δυνατόν να υλοποιήσουν τις όποιες εσωτερικές τους δυνατότητες.

Ετσι, δεν έχουμε τόσο να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα δρόμου δομημένου σύμφωνα με τα κλασικά και δοκιμασμένα αμερικανικά πρότυπα, αλλά με μια κατ’ ανάγκην φυγή που θα απολήξει σε λιγοστές σπασμωδικές και συχνά άνευ νοήματος περιπέτειες, με κυρίαρχο τον φόνο που θα διαπραχθεί στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου. Από κει και πέρα εγείρονται ζητήματα ηθικής τάξεως. Θα αλληλοκαρφωθούν οι δράστες και πρωταγωνιστές του βιβλίου; Θα αναλάβουν τις ευθύνες τους; Θα καλύψει τον έναν τους ο καλός μπάτσος της ιστορίας που τυχαίνει να είναι και εραστής της μητέρας του; Εως πού επιτρέπεται από κοινωνική σκοπιά να φτάνει η γονική προστασία και από ποιο σημείο και πέρα ο άνθρωπος οφείλει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του;

Ο Μάγερ περιγράφει εύγλωττα τον διχασμό και τον εσωτερικό αγώνα των ηρώων του, υπό τον ήχο των βαριών βημάτων της Ιστορίας που απαξιώνει μια ολόκληρη περιοχή – την καρδιά της βιομηχανικής Αμερικής –και έναν ολόκληρο τρόπο ζωής που απετέλεσε για κοντά έναν αιώνα πρότυπο για τη λοιπή ανθρωπότητα. Ωστόσο το βιβλίο μπορεί να διαβασθεί και ως ελεγεία της μικρής πόλης που περνά από την ακμή στην παρακμή. Οι παραδοσιακές σταθερές παύουν να ισχύουν, οι κοινωνικές συντεταγμένες επίσης. Η σκουριά αποδεικνύεται, παρά το κραυγαλέο της, στην καταλληλότερη δυνατή μεταφορά γι’ αυτό που περιγράφεται και ταυτόχρονα προβάλλει ως η αναπόφευκτη μοίρα του εν γένει βιομηχανικού πολιτισμού στη σύγκρουσή του με τις φυσικές συντεταγμένες. Παρά ταύτα, τα κλισέ είναι αρκετά και επαναλαμβανόμενα, ενώ συχνά ανακαλύπτουμε εμφανή δάνεια από το σινεμά και τις δοκιμασμένες ρετσέτες της ακμής του αμερικανικού μυθιστορήματος.

Μοιάζει, σκέφτομαι, με μια δόση μελαγχολίας, σαν η λογοτεχνία να έχει εξαντλήσει τη θεματική φαρέτρα της, σαν όλα να έχουν πια ειπωθεί και σαν οι αδειασμένες από το περιεχόμενό τους ιστορίες να μην είναι παρά μεταλλικά δοχεία που σκουριάζουν ξεχασμένα στους αγρούς. Ενα είδος αφηγηματικής κόπωσης και τυποποίησης σε αφήνουν εντέλει με ένα αίσθημα ελαφράς εξάντλησης. Αν όντως η Δύση ολοκληρώνει τον ιστορικό της κύκλο και αν τα υλικά προϊόντα τείνουν πια να παράγονται σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν στην Ανατολή, μένεις να αναρωτιέσαι μήπως και η δυτική λογοτεχνία μπήκε στην τελική φάση του δικού της κύκλου. Από τη σκοπιά της γέννησης παρόμοιων ερωτημάτων το βιβλίο του Φίλιπ Μάγερ είναι επιτυχία και αναμφίβολα ενισχύει την αυτογνωσία μας.