Σου δίνεται, λοιπόν, η ευκαιρία να βρεθείς 3.353 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Στο Μπούντε της Νορβηγίας, συγκεκριμένα, το οποίο φέτος είναι Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Και την πρώτη στιγμή που ο απογευματινός ουρανός βάφεται πορτοκαλής – ή σομόν ή μοβ ή όλα τα παραπάνω – κάνεις την «ενοχική» σκέψη για ποιον λόγο δεν ξέρεις κι άλλους μεγάλους ζωγράφους της Νορβηγίας, πέρα από τον Μουνκ, που σίγουρα υπάρχουν έχοντας πίνακες ζωγραφισμένους μονίμως πάνω απ’ το κεφάλι τους. Τα ίδια χρώματα συναντάς να καθρεφτίζονται σ’ αυτό το παγωμένο, σχεδόν στιλπνό, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, νερό. Είναι μια αλλαγή καλοδεχούμενη ύστερα από τον θόρυβο και τη «ρύπανση» της μεσογειακής μας καθημερινότητας με πανωσηκώματα, προεξέχουσες αντένες και ανοιγοκλειόμενες πέργολες.

Φαντάζομαι ότι δεν συναρπάζουν μόνο τον γράφοντα τα ταξίδια που σε βγάζουν μόνο – με το Google maps ή χωρίς – να αλωνίζεις πάνω κάτω μία πόλη αναζητώντας μία λεπτομέρεια ακόμη που θα διαλύσει την αίσθηση της πλήρους άγνοιας. Πάντως πρέπει να αφήσεις κάπου μέσα σου τον τουρίστα και να ξυπνήσεις τον ταξιδιώτη, ο οποίος ανακαλύπτει πάντοτε μόνος του έναν τόπο αντί να καθοδηγείται από εντυπώσεις, στερεότυπα, κλισέ και λίστες. Δεν χρειάζεται να χάνουμε τον ύπνο μας με το τρόπαιο του Μπρους Τσάτουιν, αλλά είναι κανόνας απαράβατος ότι μια πόλη τη μαθαίνεις μόνο όταν την περπατήσεις. Και υπάρχει κάτι κολακευτικό για την αυτοεικόνα μας όταν μένουμε για λίγες στιγμές, ώρες ή ημέρες μόνοι κι αβοήθητοι μέσα στο παγκόσμιο χωριό. Ισως γιατί είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν μένουμε ποτέ μόνοι. Η δική μας φιλοπεριέργεια συναντάει την περιέργεια των «άλλων» να μάθουν την ιστορία των μακρινών ταξιδιωτών.

Υπάρχει, όμως, και κάτι εγωιστικό στα μακρινά ταξίδια – αμαρτία εξομολογημένη που παραμένει αμαρτία. Την ίδια στιγμή που ανακαλύπτεις τον κόσμο με τις πέντε αισθήσεις μένει κάτι ημιτελές. Τον ανακαλύπτεις μόνος. Περπατάς σε μια επικράτεια, το πνεύμα της οποίας δεν θα μάθεις ποτέ και, δεύτερον, δεν θα μεταφέρεις ποτέ στους υπολοίπους. Γιατί καλές και οι αφηγήσεις, αλλά ένα ταξίδι είναι μονίμως χαμένο στη «μετάφραση». Πώς μπορείς να μεταφέρεις μια πρωτόγνωρη αίσθηση για τα χρώματα του αρκτικού ουρανού – άντε, να πούμε τη «βαριά» λέξη: πώς μπορείς να μεταφέρεις την «ποιητικότητα» – χωρίς να χάνεις ούτε δράμι;

Εδώ δεν χρειάζεται να συμφωνήσουν όλοι και όλες με τον υπογράφοντα. Αλλά η συνάντηση με το genius loci περιέχει και μια αίσθηση ότι αυτό που κερδίζεις θα ήθελες να το μοιράζεσαι. Με την οικογένειά σου, τους φίλους, μια παρέα – o καθένας συμπληρώνει κατά το προσωπικό μαρτυρολόγιο. Ισως τότε να αποκτά πραγματική διάσταση η «φωτογραφία» της στιγμής. Διαφορετικά, όπως έλεγε ο μέγας Κάφκα, «φωτογραφίζουμε πράγματα για να τα βγάλουμε απ’ το μυαλό μας». Αυτό που βλέπω σε μια φωτογραφία είναι ήδη ξεχασμένο. Μια παγωμένη στιγμή στον χρόνο. Δεν σημαίνει τίποτε για τους άλλους γύρω μας και δεν μπορεί να αποκτήσει ποτέ την ίδια αξία. Οι εικόνες των νέων ταξιδιών θα ήταν διαφορετικές εάν θυμόμασταν με ποιον βρισκόμασταν μπροστά τους. Ποιος έστριβε το κεφάλι του σε άλλη κατεύθυνση. Ποιος αδιαφορούσε ή έδειχνε ενθουσιασμένος. Ποιος είχε μείνει πίσω και ποιος ερχόταν μέσα στο κάδρο. Εστω, λοιπόν. Ταξίδι είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση.