Με ποιες λέξεις θα χρωμάτιζε σήμερα τον Πούτιν, τον Τραμπ, τη Λεπέν, τους καινούργιους πολέμους, την 11η Σεπτεμβρίου και την τόσο δραματική συντηριτικοποίηση των κοινωνιών;
Η τόσο πρόωρη απώλεια του Μάνου Χατζιδάκι το 1994, μας στέρησε την κριτική του σκέψη, το ασυμβίβαστο μυαλό του, την πρωτοποριακή ματιά του πάνω στην κοινωνία και τη ζωή. Ο Χατζιδάκις που πολέμησε τη σοβαροφάνεια όσο τίποτα, συγκρούστηκε με τις παγιωμένες απόψεις και αποθέωσε την αμφισβήτηση στο σαθρό κατεστημένο, μας κληροδότησε τη σπουδαία μουσική του, αλλά περισσότερο από όλα μάς έμαθε να σκεφτόμαστε έξω από τα όρια που μας θέτει το περιβάλλον μας.
Ολοι όσοι είχαμε τη σπάνια τύχη να βρεθούμε στον δρόμο του και να διδαχτούμε από τη ζωή του, από τη στάση του απέναντι στον άνθρωπο και την κοινωνία, αναζητούμε πάντα την καθοδήγησή του. Ο Μάνος πολέμησε για την αποδοχή του διαφορετικού, για τη διάχυση της εκπαίδευσης, για την κοινωνική υπόσταση της μουσικής και για τη σημασία του λόγου που εκφέρεται. Σε κάθε σοκαριστική εξέλιξη της κοινωνίας, σε κάθε σημαντικό γεγονός της επικαιρότητας, στις μεγάλες συλλογικές απογοητεύσεις, αλλά και στους απρόσμενους θριάμβους της ζωής, προσπαθούμε να αναβιώσουμε τη σκέψη του και να υποψιαστούμε προς τα πού θα κατευθύνονταν τα βέλη της κριτικής του.
Αν ζούσε ο Μάνος σήμερα θα ύψωνε τη φωνή του μπροστά στον λαϊκισμό που μας κυκλώνει από παντού σαν βαθύ σκοτάδι. Θα μιλούσε ανοιχτά για τους τσαρλατάνους που υπόσχονται εύκολες και ανώδυνες λύσεις, για τους απατεώνες που έχουν θεοποιήσει την ευκολία και τη λαμογιά, για τους ύπουλους λαοπλάνους με τα αγγελικά πρόσωπα. Θα κατακεραύνωνε τις κίτρινες «αυριανές» της εποχής μας, που είναι παντού γύρω μας πανίσχυρες και χυδαίες.
Θα έβαζε ασπίδα το σώμα του για να προστατεύσει τον κάθε αδύναμο Ζακ που τον σκοτώνουν στις κλωτσιές. Θα ύψωνε το ανάστημά του στο όπλο του «προστάτη της τάξης» που σκοτώνει έναν 16χρονο. Θα κατέβαζε το μαχαίρι του χρυσαυγίτη, πριν χτυπήσει τον Παύλο Φύσσα.
Θα μιλούσε για την αξία της ελεύθερης σκέψης και της μόρφωσης και θα μας καλούσε να αναγνωρίσουμε τους κινδύνους του Διαδικτύου και της μασημένης τροφής που προσφέρει. Θα ήταν υπέρμαχος της AI, αλλά θα απαιτούσε την προσεκτική χρήση της.
Θα έψαχνε στο Youtube και το Spotify να βρει τις νέες φωνές, τους νέους καλλιτέχνες, τις νέες μουσικές. Θα φορούσε τα airpods του και θα άκουγε τα πιο ψαγμένα podcast για τη φιλοσοφία και τις νέες εποχές.
Θα έβρισκε τον Ξενάκη και τον Χρήστου της εποχής μας και θα μιλούσε για την αξία του έργου τους. Θα έβρισκε διαμάντια στο χιπ χοπ και την ηλεκτρονική μουσική. Θα είχε βρει από νωρίς τους διαδόχους των Depeche Mode. Θα έβρισκε τον τρόπο να κάνει τα 16χρονα να γνωρίσουν τον Σοστακόβιτς, τον Σκριάμπιν και τον Πουτσίνι.
Θα αποδομούσε όλα τα κλισέ που συνδέονται με τις διακρίσεις κάθε είδους – ηλικιακές, φύλου, φυλής, θρησκείας. Θα είχε μια παρηγορητική κουβέντα για τους πρόσφυγες, τους ξένους, τους καταδιωγμένους – θα μιλούσε για συμπεριληπτικότητα και αγάπη.
Δυστυχώς ο Μάνος δεν ζει και η κοινωνία μας τραβάει σταθερά τον δικό της κατήφορο. Ομως, ευτυχώς, ο Μάνος μάς άφησε τη μουσική του. Αυτή τη μουσική που πρέπει πάση θυσία να τη διασώσουμε, να τη διαφυλάξουμε, να την ακούσουμε, να την αφομοιώσουμε, να την ξανατραγουδήσουμε και να την προσφέρουμε ανήσυχη και επαναστατική στις νέες γενιές. Από την πλευρά μου είμαι ευτυχής και υπερήφανος που στην Εθνική Λυρική Σκηνή τιμήσαμε τον Μάνο συνθέτη και τον Μάνο στοχαστή, με έναν πολυεπίπεδο τριετή κύκλο πάνω στο έργο του. Κάναμε νέες ενορχηστρώσεις, ακούσαμε καινούργιες ερμηνείες, εκδώσαμε έργα του και θέλω να πιστεύω ότι βάλαμε ένα λιθαράκι για να περάσουμε τη σκυτάλη της μουσικής του στην επόμενη γενιά. Η σιωπή δεν αρμόζει στον Μάνο Χατζιδάκι. Πρέπει να διεκδικήσουμε τη μουσική του στην καθημερινή μας ζωή, στον δημόσιο χώρο, αλλά και στην ιδιωτική μας σφαίρα.
Αντί επιλόγου, τα αυτοβιογραφικά λόγια του Μάνου, όπως τα έγραψε στις 9 Δεκεμβρίου 1980, με αφορμή τη Μελισσάνθη: «Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε. Σήμερα ζω για πάντα τον χαμό της. Κι ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δεν θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στη Μελισσάνθη και στην εποχή της. Επιθυμώ να καταγράψω μόνο, την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου, έτσι καθώς την έζησα μέσ’ από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζω».
Ο Γιώργος Κουμεντάκης είναι συνθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής ΕΛΣ
(*) Το κείμενο βασίζεται σε προσωπική και απόλυτα υποκειμενική προσέγγιση και θεώρηση των πραγμάτων.