Ο εκδότης μιας από τις πιο ιστορικές εφημερίδες των ΗΠΑ αρθρογραφεί στο φύλλο του μεγαλύτερου αντιπάλου του. Τι μπορεί να οδήγησε σε αυτή την ανάγκη; Οι απειλές και οι μεγάλες πιέσεις που δέχονται τα ΜΜΕ από αυταρχικούς ηγέτες για να μην εκθέτουν τα κακώς κείμενα. Ο Αρθουρ Γκρεγκ Σουλτσμπέργκερ, εκδότης των «New York Times», δημοσίευσε άρθρο στην «Washington Post» για να αναδείξει την ενότητα που χρειάζεται ο Τύπος απέναντι σε όσους απεργάζονται τρόπους να τον φιμώσουν και να τον περιορίσουν. Πώς θα μπορούσε να φτάσει στην Αμερική ο πόλεμος ενάντια στα ΜΜΕ; αναρωτιέται. Πόσο έτοιμοι είμαστε για μια εκστρατεία εναντίον της ελευθερίας του Τύπου;

Ξεκινά με ένα παράδειγμα. «Επειτα από αρκετά χρόνια εκτός εξουσίας, ο πρώην ηγέτης επιστρέφει στο αξίωμα με μια λαϊκιστική πλατφόρμα. Κατηγορεί την κάλυψη της προηγούμενης κυβέρνησής του από τα μέσα ενημέρωσης. Κατά την άποψή του, η ανοχή στον ανεξάρτητο Τύπο, με την εστίασή του στην αλήθεια και τη λογοδοσία, αποδυνάμωσε την ικανότητά του να κατευθύνει την κοινή γνώμη. Αυτή τη φορά αποφασίζει να μην κάνει το ίδιο λάθος. Η χώρα του είναι δημοκρατική, επομένως δεν μπορεί απλώς να κλείνει εφημερίδες ή να φυλακίζει δημοσιογράφους. Αντίθετα, ξεκινά να υπονομεύει τους ανεξάρτητους ειδησεογραφικούς οργανισμούς με πιο λεπτούς χειρισμούς – χρησιμοποιώντας γραφειοκρατικά εργαλεία όπως η φορολογική νομοθεσία, η αδειοδότηση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών και οι κρατικές συμβάσεις. Εν τω μεταξύ ανταμείβει τα ειδησεογραφικά μέσα που ακολουθούν τη γραμμή του κόμματος – ενισχύοντάς τα με κρατικά διαφημιστικά έσοδα, φορολογικές απαλλαγές και άλλες κρατικές επιδοτήσεις – και βοηθά φιλικούς επιχειρηματίες να αγοράσουν άλλους αποδυναμωμένους ειδησεογραφικούς οργανισμούς με μειωμένα επιτόκια προκειμένου να τα μετατρέψουν σε κυβερνητικά φερέφωνα.

Μέσα σε λίγα χρόνια, μόνο θύλακες ανεξαρτησίας παραμένουν στα ΜΜΕ της χώρας, καθώς ο ηγέτης έχει ξεφορτωθεί αυτό το, ίσως, πιο δύσκολο εμπόδιο στην ολοένα και πιο αυταρχική διακυβέρνησή του. Οι τηλεοπτικές ειδήσεις και οι εφημερίδες  παπαγαλίζουν τους ισχυρισμούς του, συχνά αγνοώντας την αλήθεια, κολακεύοντας τα επιτεύγματά του την ώρα που δαιμονοποιούν και δυσφημούν τους επικριτές του. «Οποιος ελέγχει τα μέσα ενημέρωσης μιας χώρας», ισχυρίζεται ανοιχτά στενός συνεργάτης του ηγέτη, «ελέγχει τη νοοτροπία της χώρας και μέσω αυτού την ίδια τη χώρα».

Αυτή είναι η σύντομη εκδοχή, τονίζει ο 44χρονος Σουλτσμπέργκερ, του πώς ο Βίκτορ Ορμπαν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, ουσιαστικά διέλυσε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη χώρα του. Αυτή η προσπάθεια αποτέλεσε τον κεντρικό πυλώνα  του ευρύτερου σχεδίου του Ορμπαν να μετατρέψει τη χώρα του σε μια «ανελεύθερη δημοκρατία». Ο αποδυναμωμένος Τύπος τον διευκόλυνε να κρατήσει μυστικά, να υπονομεύσει τους πολιτικούς αντιπάλους, να ενεργήσει ατιμώρητα – και τελικά να εδραιώσει την ανεξέλεγκτη εξουσία του με τρόπους βλαβερούς για το έθνος και τον λαό του. Είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται σε διαβρωμένες δημοκρατίες σε όλον τον κόσμο.

Ο εκδότης των «New York Times», τέταρτη γενιά της οικογένειας που κατέχει την εμβληματική αμερικανική εφημερίδα, τονίζει ότι «για να διασφαλίσουμε πως είμαστε προετοιμασμένοι για οτιδήποτε πρόκειται να ακολουθήσει, οι συνάδελφοί μου και εγώ περάσαμε μήνες μελετώντας πώς η ελευθερία του Τύπου δέχθηκε επίθεση στην Ουγγαρία – καθώς και σε άλλες δημοκρατίες, όπως η Ινδία και η Βραζιλία. Υπάρχουν διαφορές στην πολιτική κουλτούρα κάθε χώρας αλλά το μοτίβο της δράσης κατά του Τύπου αποκαλύπτει κοινά νήματα.

Για όσους προσπαθούν να υπονομεύσουν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία στις δημοκρατίες, οι επιθέσεις συνήθως εκμεταλλεύονται κοινές – και συχνά νομικές – αδυναμίες στα συστήματα διακυβέρνησης ενός έθνους. Σπέρνοντας δυσπιστία για την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, παρενοχλώντας συχνά δημοσιογράφους, προωθώντας τον χειρισμό των νομικών και ρυθμιστικών αρχών ώστε να τιμωρηθούν δημοσιογράφοι και ειδησεογραφικοί οργανισμοί. Επίσης εκμεταλλεύονται τα δικαστήρια, τις περισσότερες φορές μέσω αστικών διαφορών, για την αποτελεσματική επιβολή πρόσθετων και οικονομικών κυρώσεων στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Αυξάνουν την κλίμακα των επιθέσεων στον Τύπο και ενθαρρύνουν και άλλους να κάνουν το ίδιο. Τέλος, χρησιμοποιούν τους μοχλούς της εξουσίας όχι μόνο για να τιμωρήσουν ανεξάρτητους δημοσιογράφους αλλά και για να επιβραβεύσουν εκείνους που επιδεικνύουν αφοσίωση στην εξουσία».

Ως κάποιος που πιστεύει ακράδαντα στη θεμελιώδη σημασία της δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας, ο Σουλτσμπέργκερ τονίζει με κάθε τρόπο ότι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον να εισέλθει στην πολιτική. «Διαφωνώ με εκείνους που έχουν προτείνει ότι ο κίνδυνος που θέτει ο Τραμπ για τον ελεύθερο Τύπο είναι τόσο μεγάλος, ώστε ειδησεογραφικοί οργανισμοί όπως ο δικός μου θα πρέπει να παραμερίσουν την ουδετερότητα και να αντιταχθούν ευθέως στην επανεκλογή του. Είναι πέρα ​​για πέρα ​​κοντόφθαλμο να εγκαταλείψουμε τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία από φόβο ότι μπορεί αργότερα να αφαιρεθεί. Στους «New York Times» δεσμευόμαστε να παρακολουθούμε τα γεγονότα και να παρουσιάζουμε μια πλήρη, δίκαιη και ακριβή εικόνα των εκλογών του Νοεμβρίου, των υποψηφίων και των θεμάτων που τις διαμορφώνουν. Το δημοκρατικό μας μοντέλο ζητά από διαφορετικούς θεσμούς να διαδραματίσουν διαφορετικούς ρόλους. Aυτός είναι o δικός μας».

Ταυτόχρονα, ως διαχειριστής ενός από τους κορυφαίους ειδησεογραφικούς οργανισμούς της χώρας, αισθάνεται υποχρεωμένος να μιλήσει ανοιχτά για όσα απειλούν τον ελεύθερο Τύπο. Και το κάνει μέσα από τις σελίδες «ενός αξιότιμου ανταγωνιστή, επειδή πιστεύω ότι τον κίνδυνο μοιράζεται ολόκληρο το επάγγελμά μας, καθώς και όλοι όσοι εξαρτώνται από αυτό».

Επαναλαμβάνει ότι η αποδυνάμωση του ελεύθερου και ανεξάρτητου Τύπου έχει σημασία, ανεξάρτητα από κομματική επιλογή. Η υπεράσπιση του ελεύθερου Τύπου υπήρξε ένα σημείο σπάνιας δικομματικής συναίνεσης σε όλη την ιστορία του έθνους μας. Ομως πλέον αυτή η συναίνεση έχει σπάσει. Δημιουργείται ένα νέο μοντέλο που στοχεύει να υπονομεύσει την ικανότητα των δημοσιογράφων να συγκεντρώνουν ελεύθερα πληροφορίες και να τις δημοσιοποιούν.

Ευτυχώς, καταλήγει ο Σουλτσμπέργκερ, «εμείς στον Τύπο δεν είμαστε ανίσχυροι απέναντι σε επιθέσεις όπως αυτές που έχουν αντιμετωπίσει οι συνάδελφοί μας στο εξωτερικό. Στους «New York Times» λαμβάνουμε ενεργά βήματα προκειμένου να προετοιμαστούμε για ένα πιο δύσκολο περιβάλλον. Διασφαλίζουμε την προστασία των πηγών, προετοιμαζόμαστε για νομικούς αγώνες, παροτρύνουμε τους συναδέλφους να αντέξουν τις εκστρατείες παρενόχλησης, προσφέροντας ισχυρή θεσμική υποστήριξη. Και μέσα σε όλα αυτά, αντιμετωπίζουμε ως ύψιστη υποχρέωση τη δημοσιογραφική επιταγή για την προώθηση της αλήθειας και της κατανόησης.

Καθώς κάνουμε αυτά τα βήματα, έχω στο μυαλό μου ένα τελευταίο μάθημα από τους γενναίους συναδέλφους μας σε μέρη όπως η Ουγγαρία, η Ινδία και η Βραζιλία. Η δημοσιογραφική αποστολή παρακολούθησης των γεγονότων και ανάδειξης της αλήθειας πρέπει να συνεχιστεί, ανεξάρτητα από πιέσεις ή εμπόδια. Ακόμα και μπροστά στις αδιάκοπες προσπάθειες υπονόμευσης και τιμωρίας του έργου τους, υπάρχουν εκείνοι που αντεπιτίθενται συνεχίζοντας να φέρνουν στο κοινό τις ειδήσεις και τις πληροφορίες που χρειάζεται. Ελπίζω ότι το έθνος μας, με την προστασία για τον ελεύθερο Τύπο που κατοχυρώνεται ρητά στην Πρώτη Τροπολογία, θα διατηρήσει τον ανοιχτό δρόμο του, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών ή των επόμενων. Ο,τι κι αν συμβεί, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε να προσφέρουμε την αλήθεια στο κοινό χωρίς φόβο ή εύνοια».