Σε μια εποχή «απογειώσεων», αύξησης εισοδημάτων κουρεμένων πλήρως ή μερικώς από τον πληθωρισμό, προσμονής ή απογοητεύσεων αναβαθμίσεων, γενικώς βιασύνης για να συμβούν γρήγορα πράγματα τη στιγμή που ακόμα αναρρώνουμε από μια καταστροφή, υπάρχει ένας άνθρωπος που μιλάει για την Ελλάδα και λέει κάτι άλλο. Κάτι που δεν θα ακουστεί από κανέναν πολιτικό. Τον λένε Ντέιβιντ Ασέρκοφ και είναι ο επικεφαλής αναλυτής της JP Morgan για την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Εχει κάνει αίσθηση γιατί τάσσεται επανειλημμένως κατά της αναβάθμισης του χρηματιστηρίου της Αθήνας στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών. Η ατάκα που χρησιμοποιεί τον έχει κάνει γνωστό, όχι με τον καλό τρόπο, στους πέριξ του ελληνικού χρηματιστηρίου. «Δεν πρέπει να αφήσει η Ελλάδα μια κακή ιδέα να καταστρέψει ένα καλό χρηματιστήριο (Don’t let a bad idea ruin a good stock market)».
Ο ίδιος αποδίδει το σκεπτικό του σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά όπως στο γεγονός ότι μόλις τέσσερις μετοχές είναι πάνω από τα όρια της ελάχιστης κεφαλαιοποίησης της κατηγορίας των αναπτυγμένων, ενώ μόλις τρεις πληρούν το ελάχιστο κριτήριο της διασποράς των μετοχών, δηλαδή του ποσοστού των μετοχών που διαπραγματεύονται ελεύθερα έναντι αυτού που διακρατεί ο βασικός μέτοχος. Με αυτό το μέγεθος επιχειρηματολογεί ο ίδιος, ότι θα μειωθούν κατά πολύ οι επενδυτικές ροές κεφαλαίων, δεδομένου ότι το χρηματιστήριο Αθηνών θα αποτελεί μακράν από την προτελευταία τη μικρότερη αγορά του κλαμπ των αναπτυγμένων.
Πέραν από το αν έχει δίκιο ή άδικο ο αμερικανός αναλυτής, η λογική του συγκρούεται πλήρως με την επίπλαστη εικόνα της συνεχούς και απρόσκοπτης ανόδου που κυριαρχεί σε ένα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας και της ίδιας της κυβέρνησης. Σε αυτήν φαίνεται να χωρούν μόνο αναβαθμίσεις, μειώσεις φόρων και μέτρα γενικώς, κατά τη γνώμη τους, ευχάριστα. Σαν να λείπει ξανά ο ρεαλισμός.
Ηταν λίγο περίεργο, για παράδειγμα χθες, το σκηνικό της έκτης δόσης εξειδίκευσης των μέτρων που ανακοίνωσε ο Πρωθυπουργός στη ΔΕΘ. Οι παριστάμενοι υπουργοί, που είχαν επιφορτιστεί με το «βαρύ» έργο, εμφανώς δεν ήθελαν να αναφερθούν στις επιβαρύνσεις που εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός για τον τουρισμό και ας γίνονταν όλες με αφορμή κάτι σημαντικό όπως η κλιματική αλλαγή ή η βιώσιμη ανάπτυξη των νησιών μας. Είχαν προφανώς τους λόγους τους. Μόνο που κάποιος έπρεπε να πει στους πολίτες πόσο ακριβαίνει η διαμονή σε ένα ξενοδοχείο, σε ένα σπίτι της βραχυχρόνιας μίσθωσης ή η αποβίβαση από ένα κρουαζιερόπλοιο σε ένα ελληνικό νησί. Μέσα από τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων μάθαμε ότι κάθε διανυκτέρευση σε ένα ξενοδοχείο θα επιβαρυνθεί με επιπλέον 0,50 έως 5 ευρώ και κάθε σπίτι της βραχυχρόνιας μίσθωσης έως 8 ευρώ.
Στις παρουσιάσεις τους οι υπουργοί μιλούσαν για τις… ξεχωριστές επιτυχίες που κατέγραφαν. Δεν ήθελαν να πάρουν πάνω τους έναν νέο φόρο και ας ήταν ένα τέλος για την κλιματική αλλαγή που στο τέλος τέλος θα χρηματοδοτήσει και κάποια έργα που τα έχουν ανάγκη οι τοπικές οικονομίες ή το τέλος της κρουαζιέρας που θα αφήσει κάτι στις τοπικές οικονομίες που πλήττονται από τον μαζικό τουρισμό. Απλά ως υπενθύμιση, την τελευταία φορά που η χώρα δεν άντεχε άσχημες ειδήσεις και οι πολιτικοί της φοβούνταν να τις πουν, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα..