Υπάρχει μια ταινία που, ενώ δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα από την πλοκή της, μου έχει εντυπωθεί για την αρχική της σκηνή: όπου στην αίθουσα αφίξεων του αεροδρομίου Χίθροου οι επιβάτες που φτάνουν πέφτουν στις αγκαλιές εκείνων που τους περιμένουν. Εικόνες που δεν χρειάζεται να γνωρίσουμε από το σινεμά, αφού επαναλαμβάνονται εκατοντάδες χιλιάδες φορές κάθε μέρα, παντού: συγγενείς, φίλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, παραδομένοι στην απροφύλακτη χαρά αλλά και υποσυνείδητη ανακούφιση γιατί ο κόσμος, παρά τα όσα γίνονται, παραμένει το μέρος όπου το αγαπημένο πρόσωπο μπορεί να βγει σώο από το αεροπλάνο (το τρένο, το αυτοκίνητο, τη λέμβο, το διαστημόπλοιο…) και να ξαναβρεί το αγαπημένο πρόσωπο που το περιμένει με ανοιχτή αγκαλιά.

Τις πρώτες αυτές εβδομάδες του φθινοπώρου οι Γάλλοι τις αποκαλούν «Επιστροφή». Εννοούν την επάνοδο από τις διακοπές, την επιστροφή στο σχολείο, στο γραφείο, στην καθημερινότητα. Η επιστροφή αυτή είναι όμως και κάτι παραπάνω: αντάμωση. Και είναι κρίμα που την υποτιμούμε, γιατί θα ‘πρεπε να την προσθέτουμε σ’ εκείνο το κατάστιχο που κρύβουμε μέσα μας, στο άθροισμα που λέει «μικρές ευτυχίες». Γιατί ζούμε στον κόσμο του αβέβαιου. Πάντα έτσι ήταν, και παραμένει. Ολες οι ρομαντικές κομεντί και οι κυβερνήσεις με όραμα, σύσσωμο το ΝΑΤΟ και ο Ιλον Μασκ αυτοπροσώπως, δεν κατάφεραν να τον κάνουν αλλιώς. Ζούμε αβέβαια και τυχαία. Κι αν δεν αντέχουμε να το συνειδητοποιούμε κάθε στιγμή της ημέρας, η επίγνωσή μας προδίδεται αλλιώς. Στον δρόμο, δυο γυναίκες κοιτιούνται, πετάνε τις σακούλες τους κάτω κι ορμούν η μια στην αγκαλιά της άλλης γελώντας: «Πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!»· ένας άντρας φωνάζει «Πού είσαι, βρε, πόσο καιρό έχω να σε δω!» και τρέχει ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα για να χαιρετήσει έναν άλλο που του χαμογελάει, σαν φάρος, από απέναντι. Οι φωνές αντηχούν, καμπάνες αγαλλίασης: γυρίσαμε, να ‘μαστε. Ξαναβρεθήκαμε.

Υπάρχει κι ένα τραγούδι που επίσης δεν μπορώ να ξεχάσω. «Σταθμός Ελέγχου προς Major Tom, ήρθε η ώρα να βγεις από την κάψουλά σου», τραγουδούσε ο Ντέιβιντ Μπόουι, μοναχικός ξεχασμένος αστροναύτης που θα γλιστράει, για πάντα πια, ανάμεσα στα όρια των κόσμων. Στα όρια των κόσμων όπου βρίσκονται σήμερα ο αστροναύτης Μπάρι «Μπουτς» Γουίλμορ και η συνάδελφός του Σουνίτα «Σούνι» Ουίλιαμς: εγκλωβισμένοι στον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό (ISS), όπου έφτασαν στις 6 Ιουνίου για την 8ήμερη παραμονή τους ως το πρώτο πλήρωμα που δοκίμασε το νέο Starliner της Boeing. Ομως τελικά οι οκτώ μέρες θα γίνουν οκτώ μήνες, μέχρι τον Φεβρουάριο του 2025, όταν ένα από τα σκάφη της Space X (του Ιλον Μασκ, μάλιστα) θα τους μεταφέρει πίσω στη Γη. Γιατί το Starliner επέστρεψε χωρίς αυτούς, λόγω προβλημάτων που προέκυψαν στους μηχανισμούς του, κι ο Μπουτς κι η Σούνι παρακολούθησαν την αποδέσμευσή του από τον Διαστημικό τους Σταθμό. Και μετά έδωσαν συνέντευξη Τύπου από εκεί πάνω (δηλαδή από το Διάστημα, μάλιστα), με τα μαλλιά τους ολόρθα σαν φωτοστέφανα και τις κλειδώσεις τους λαστιχένιες, γιατί στον κόσμο όπου ζουν τώρα δεν υπάρχει βαρύτητα. Δεν παραπονιούνται: είναι εκπαιδευμένοι, εξηγούν, προετοιμασμένοι για αναποδιές κι ευγνώμονες που είναι ζωντανοί. Αλλά, ναι, τους λείπουν οι οικογένειες και τα σκυλιά τους κι οι φίλοι τους και ανυπομονούν να βρεθούν σε λίγο (μετρώντας το «λίγο» σε χρόνο γήινο) και πάλι κοντά τους.

Κι εγώ φαντάζομαι την εικόνα: φαντάζομαι πώς θα τους κοιτούν οι αγαπημένοι τους καθώς θα βγαίνουν από το διαστημόπλοιο και πώς θα τρέχουν για να τους αρπάξουν και να τους κλείσουν, ασφαλείς, μέσα στις αγκαλιές τους, με τη χαρά που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να νιώσουν επειδή αψήφησαν τις αποστάσεις, και τον χρόνο, και τις πιθανότητες.

«Πετάω πολύ περίεργα σήμερα», τραγουδάει ο Major Τομ, «και τ’ αστέρια μοιάζουν διαφορετικά. Αλλά πείτε στη γυναίκα μου ότι την αγαπώ». Τίποτα δεν αλλάζει πραγματικά. Πηγαίνετε στην αίθουσα αφίξεων οποιουδήποτε αεροδρομίου. Ή και στους δρόμους, κοιτάζοντας προσεκτικά.

n «Αγάπη είναι…» (2003), «Space οddity» (1969)