Μια κοινωνική κατηγορία πληθυσμιακά υπολογίσιμη αλλά παρ’ όλα αυτά άγνωστη σε πολλούς είναι αυτή των NEETs (Not in Education, Employment or Training), δηλαδή των ατόμων ηλικίας από 15-29 ετών που δεν συμμετέχουν σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες, δεν εργάζονται, ούτε λαμβάνουν επαγγελματική κατάρτιση, παρότι βρίσκονται στην πιο παραγωγική ηλικία. Πρόκειται για μια ομάδα πληθυσμού που βρίσκεται εκ των πραγμάτων εκτός αγοράς εργασίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε κοινωνικό, οικονομικό ή ακόμα και ψυχολογικό επίπεδο. Αποτελεί έτσι μια σημαντική πρόκληση για τις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς η μακροχρόνια απουσία από την εργασία και την εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικό αποκλεισμό, χαμηλή αυτοεκτίμηση και περιορισμένες προοπτικές στο μέλλον.
Η Ελλάδα βρίσκεται μεταξύ των τριών πρώτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ενωση με το υψηλότερο ποσοστό NEETs, καθώς, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σχεδόν δύο στους δέκα νέους Ελληνες από 15 έως 29 ετών υπάγονται σε αυτή την κατηγορία. Μάλιστα, το 2023, έπειτα από εννέα χρόνια συνεχούς πτώσης, το ποσοστό τους ανέκαμψε στο 16% από 15,4% το 2022, με αποτέλεσμα η χώρα να καταγράφει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ, μαζί με την Ιταλία, ακολουθώντας μόνο τη Ρουμανία. Παράλληλα, εξετάζοντας τα ποσοστά ανά φύλο, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανδρών στην ΕΕ που ούτε εργάζονται ούτε φοιτούν σε κάποια βαθμίδα εκπαίδευσης ή κατάρτισης (15,1%).
Από τα στοιχεία αυτά προκύπτουν εύλογα ερωτήματα, αναφορικά με το ποια είναι αυτά τα άτομα που έχουν εκτοπιστεί στο εργασιακό και εκπαιδευτικό περιθώριο, για ποιους λόγους έχει συμβεί αυτό και με ποιους τρόπους αυτοί οι νέοι θα μπορέσουν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας.
Επτά κατηγορίες
Η μελέτη του φαινομένου των NEETs ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 από το Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο ως όρος άρχισε να χρησιμοποιείται στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Οπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» η κοινωνική λειτουργός Λαμπρινή Παππά, «είναι ένα φαινόμενο που καταγράφεται πλέον ως μια σύγχρονη μορφή ευπαθούς κοινωνικής ομάδας για περισσότερο από τρεις δεκαετίες».
Οι λόγοι για τους οποίους κάποιος καταλήγει να είναι NEET ποικίλλουν και περιλαμβάνουν την ανεργία, την έλλειψη προσβασιμότητας στην εκπαίδευση, τις προσωπικές ή οικογενειακές υποχρεώσεις ή ακόμα και προβλήματα υγείας. «Το Eurofound κατέταξε τους NEETs σε επτά κατηγορίες. Η πρώτη αφορά τους επανεισερχόμενους, δηλαδή όσους σύντομα θα επανενταχθούν στην απασχόληση, στην εκπαίδευση ή στην κατάρτιση. Γιατί μπορεί να μην είναι για κάποιον μια πάγια κατάσταση, να μην είναι για πάντα ή για πολλά χρόνια NEET, αλλά να βιώνει μια τέτοια περίοδο, μετά να εισέρχεται στην κατάρτιση και είτε να βρίσκει μια δουλειά είτε να γίνεται πάλι NEET. Μια δεύτερη κατηγορία είναι αυτή των μη διαθέσιμων λόγω οικογενειακών ευθυνών και υποχρεώσεων. Για παράδειγμα, σε αυτήν την κατηγορεργασίαα ανήκουν όσοι έχουν μικρά παιδιά ή φροντίζουν άτομα με αναπηρία. Μία άλλη κατηγορία είναι οι αποθαρρημένοι που έπαψαν να αναζητούν εργασία γιατί θεωρούν πως δεν υπάρχουν γι’ αυτούς επαγγελματικές ευκαιρίες. Οι υπόλοιπες αφορούν τους βραχυχρόνια άνεργους, τους μακροχρόνια άνεργους, τους μη διαθέσιμους λόγω ασθένειας ή αναπηρίας. Και μια τελευταία κατηγορία, πιο διευρυμένη, είναι οι “άλλοι ανενεργοί”, αυτοί που δεν ανήκουν σε καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες και για τους οποίους δεν έχει προσδιοριστεί ο λόγος για τον οποίο εντάσσονται στην κατηγορία των NEETs», εξηγεί η Λαμπρινή Παππά.
Η ετερογένεια αυτή συναντάται και στους NEETs των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Κατά τον Στέλιο Τζαγκαράκη, field manager του Κέντρου Πολιτικής Ερευνας και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, «αυτό που εντοπίζεται στην έρευνα που πραγματοποιήσαμε, αλλά και σε εκθέσεις από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, είναι η διαφορά που παρατηρείται ανάμεσα στη Νότια και στη Βόρεια Ευρώπη ή τα αγγλοσαξονικά κράτη. Υπάρχουν κάποια δεδομένα που διαφοροποιούν την κατάσταση». Στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η βασική αιτία για την ύπαρξη των NEETs είναι τα ίδια τα – συγκριτικά – υψηλά ποσοστά ανεργίας. Οι νέοι αυτοί συχνά ολοκληρώνουν την υποχρεωτική εκπαίδευση ή ακόμα και την τριτοβάθμια, αλλά αδυνατούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας. Αντίθετα, στη Βόρεια Ευρώπη ή στις αγγλοσαξονικές χώρες παρατηρείται ένα διαφοροποιημένο μοτίβο, όπου η ομάδα των NEETs συχνά περιλαμβάνει άτομα που εγκαταλείπουν το σχολείο νωρίς και παρουσιάζουν παραβατική συμπεριφορά, φαινόμενο που στην Ελλάδα δεν είναι τόσο έντονο. Στην περίπτωση της Ελλάδας, δε, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και η οικογένεια, ένας ζωτικός θεσμός της κοινωνίας, που λειτουργεί υποστηρικτικά, συντρέχοντας τους NΕΕΤs οικονομικά και ψυχολογικά, περιορίζοντας τις εξάρσεις ακραίας μορφής που ενδέχεται να οδηγήσουν σε παραβατικές συμπεριφορές.
Ο έλληνας NEET
Ο Χρήστος Γούλας, διευθυντής του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, αναφέρει πως «σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας οι NEETs στην Ελλάδα δεν προέρχονται από κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν ακραία φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Αντίθετα, ο έλληνας NEET είναι ο μέσος νέος που δεν εργάζεται και βρίσκεται εκτός εκπαίδευσης για λόγους που σχετίζονται με τη μετάβαση από το εκπαιδευτικό σύστημα στην αγορά εργασίας σε όλες τις βαθμίδες, με αποκορύφωμα την τριτοβάθμια εκπαίδευση».
Οι νέοι στην Ελλάδα, παρότι έχουν εκπαιδευτεί και συχνά κατέχουν πανεπιστημιακά πτυχία, συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανεργία και την έλλειψη ευκαιριών για κατάρτιση. Οπως σημειώνει ο Στέλιος Τζαγκαράκης, «υπάρχουν περιπτώσεις όπου νέοι ενδέχεται να εργάζονται περιστασιακά και σε αδήλωτες θέσεις εργασίας, αλλά καταγράφονται ως άνεργοι ή εκτός εκπαίδευσης». Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει ο Χρήστος Γούλας, το φαινόμενο των NEETs στην Ελλάδα επιδεινώθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης: «Είχε ξεκινήσει πριν από την κρίση και επιδεινώθηκε σημαντικά με αυτή. Εφτασε σε πρωτόγνωρα ποσοστά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “συνθηκών πολέμου”. Και ενώ υπάρχει μια αποκλιμάκωση τα τελευταία χρόνια, τα ποσοστά παραμένουν υψηλά». Το 2013, μάλιστα, το ποσοστό τους είχε φτάσει στο 28,5% και έκτοτε γνωρίζει πτωτική τάση, με εξαίρεση το 2023.
Ο διευθυντής του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ στέκεται ιδιαίτερα και στο πρόβλημα της διασύνδεσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας που εξηγείται από το γεγονός ότι η Ελλάδα «παράγει χαμηλού επιπέδου θέσεις εργασίας και έτσι οι απόφοιτοι προτιμούν ή να συνεχίσουν τις σπουδές τους ή να φύγουν από τη χώρα ή να επιμένουν προσπαθώντας να βρουν καλύτερες ευκαιρίες από το να καλύψουν θέσεις εργασίας που είναι χαμηλότερες των προσόντων τους».
Παράλληλα, επισημαίνει ότι υπάρχουν και άτομα που εντάσσονται στην κατηγορία των NEETs τα οποία «απογοητεύονται από το διαρκές ψάξιμο ή από μια αγορά εργασίας που δεν τους ικανοποιεί, αποθαρρύνονται, μένουν στο σπίτι και περνούν αναγκαστικά στον μη ενεργό πληθυσμό», ενώ αναφέρεται και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Generation Z – νέων που επιθυμούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας αλλά όχι άνευ όρων, επιζητώντας καλές συνθήκες εργασίας και μισθούς που να ανταποκρίνονται στα πραγματικά προσόντα τους αλλά και στον φόρτο εργασίας.
Η σημασία της κατάρτισης για την ενσωμάτωση στην αγορά εργασίας
Για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οργανισμούς η ενσωμάτωση των NEETs αποτελεί ένα διαρκές στοίχημα – χαμένο για κάποιες χώρες και κερδισμένο για άλλες. Σχεδόν στο σύνολό τους, πάντως, προσπαθούν να εφαρμόσουν πολιτικές – στο μέτρο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων τους – και προγράμματα υποστήριξης ή εκπαιδευτικά προγράμματα, με στόχο τη βελτίωση ή την ανάδειξη των δεξιοτήτων και της απασχολησιμότητας των «ανενεργών» νέων.
Τον περασμένο Ιούνιο, μέσω της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης, ξεκίνησε να υλοποιείται το «Πρόγραμμα Απόκτησης Επαγγελματικής Εμπειρίας για άνεργους νέους 18-29 ετών», στο οποίο έως σήμερα έχουν υπογράψει συμφωνητικά με επιχειρήσεις και έχουν ξεκινήσει τη δράση συνολικά 10.319 νέοι. Βέβαια, ο Στέλιος Τζαγκαράκης από το Κέντρο Πολιτικής Ερευνας και Τεκμηρίωσης του Πανεπιστημίου Κρήτης υποστηρίζει πως «έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι τα προγράμματα κατάρτισης δεν είναι τόσο στοχευμένα ώστε να μπορέσουν να εντάξουν το σύνολο των νέων στους οποίους απευθύνονται στην αγορά εργασίας». Γι’ αυτό και η κοινωνική λειτουργός Λαμπρινή Παππά υπογραμμίζει ότι απαιτείται έμφαση στις σύγχρονες δεξιότητες αλλά και στην επικαιροποίηση των δεξιοτήτων αυτών: «Να είναι αυτό που λέμε δεξιότητες ζωής. Από την αυτογνωσία, τη δημιουργική και ευέλικτη σκέψη μέχρι και την καλλιέργεια δεξιοτήτων διαχείρισης χρόνου, μείωσης της αναβλητικότητας και ολοκλήρωσης των εργασιών που αναλαμβάνει κάποιος να κάνει».
Συμβουλευτική σταδιοδρομίας
Παράλληλα, βέβαια, υπάρχει και η μερίδα εκείνη των NEETs που αγνοεί τις δυνατότητες που προσφέρονται για εκπαίδευση και κατάρτιση, με αποτέλεσμα να χάνεται στη μακροχρόνια ανεργία. Η Συμβουλευτική σταδιοδρομίας θα μπορούσε να αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των νέων αυτών και των εργαλείων επανενεργοποίησής τους, ενισχύοντας την αυτογνωσία τους και τον επαγγελματικό προσανατολισμό τους, προλαμβάνοντας έτσι φαινόμενα υποαπασχόλησης και ανεργίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μία μακροχρόνια διαδικασία, η οποία ξεκινά από τη σχολική ηλικία ώστε να διευκολύνει τις σωστές επαγγελματικές επιλογές.
«Οι NEETs αποτελούν μια ιδιαίτερα ανομοιογενή πληθυσμιακή ομάδα, είναι ένα μωσαϊκό. Οποιοι κι αν είναι, όμως, οι λόγοι που επιτείνουν την κατάσταση, το αποτέλεσμα είναι ότι αντιμετωπίζουν τον κοινό κίνδυνο της μακροχρόνιας ανεργίας και της αποσύνδεσής τους από την αγορά εργασίας. Μολονότι υπάρχουν ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης, οι NEETs δεν τις γνωρίζουν ή και δεν ξέρουν πώς να τις αξιοποιήσουν. Αλλωστε, ως ετερόκλητη ομάδα, έχουν πολλές και διαφορετικές ανάγκες, οι οποίες αφορούν είτε την ικανοποίηση προσωπικών στόχων είτε την ενίσχυση επαγγελματικών προσόντων και δεξιοτήτων – για παράδειγμα, περιπτώσεις ατόμων που χρειάζονται περαιτέρω κατάρτιση, επιμόρφωση και εμβάθυνση σε συγκεκριμένους τομείς, όπως οι νέες τεχνολογίες», σχολιάζει η σύμβουλος σταδιοδρομίας της Orientum Ελένη Αλπανίδου.
Για την ίδια, «η Συμβουλευτική σταδιοδρομίας μπορεί να βοηθήσει τα άτομα αυτά να μάθουν να εντοπίζουν εκπαιδευτικές και επαγγελματικές ευκαιρίες, να αποκτήσουν συνολική εικόνα για την αγορά εργασίας, αλλά κυρίως να καλλιεργήσουν την αυτογνωσία τους, να γνωρίσουν και να εμπιστευτούν περισσότερο τον εαυτό τους. Η ίδια η Συμβουλευτική, εξάλλου, είναι πάνω απ’ όλα είναι μια διαδικασία γνωριμίας με τον εαυτό μας. Γι’ αυτό και πρέπει να ξεκινάει από νωρίς, από τον σχολικό βίο».