Σήμερα, η Αθήνα, η Αθήνα μας, έχει γενέθλια. Ως πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους δηλαδή διότι άντε να προσδιοριστεί πότε χτίστηκαν τα πρώτα σπιτάκια πάνω σε έναν αυθάδη βράχο, καταμεσής μιας κοιλάδας, που «συνομιλούσε» κατευθείαν με τη θάλασσα – για όσους ενδιαφέρονται υπάρχει το βιβλίο του Γιώργη Γιατρομανωλάκη «Στην κοιλάδα των Αθηνών» (εκδόσεις Κέδρος), στο οποίο ο ήρωας, ενώ φωτογραφίζει την παρέλαση της 25ης Μαρτίου, «μεταφέρεται» σε έναν άγνωστο χρόνο όπου στην Αθήνα δεν υπάρχει κανένα κτίριο παρά μόνο περιβόλια.
Σαν σήμερα λοιπόν, πριν από 190 χρόνια, ένα μισογκρεμισμένο «χωριό», το οποίο, σε μια άτυπη καταμέτρηση που είχε γίνει λίγα χρόνια πριν από τους εφημέριους των 35 ενοριών που υπήρχαν στον οικισμό εν είδει «διοικητικών διαμερισμάτων», είχε περίπου 1.200 σπίτια και κάτι παραπάνω από 8.500 κατοίκους, ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Είχε όμως άλλα «προικιά» που έρχονταν από τους αιώνες. Η αρχαιότερη, σήμερα, πρωτεύουσα της Ευρώπης, με καταγεγραμμένη ιστορία άνω των πέντε χιλιάδων χρόνων, ήταν «σπαρμένη» με τα σπαράγματα του αρχαίου πολιτισμού της και φώλιαζε στην αγκαλιά τού, κατά πολλούς, σημαντικότερου παγκόσμιου μνημείου. Και αν ο πατέρας του έφηβου ακόμη βασιλιά Οθωνα Λουδοβίκος δεν είχε αυτό το πάθος με την Αθήνα των κλασικών χρόνων, ίσως πρωτεύουσα να ήταν το Ναύπλιο, η Αίγινα ή η Σύρος. Και πάλι όμως η Αθήνα θα παρέμενε η ωραιότερη πόλη της χώρας.
Η «καλοσύνη των ξένων» έσωσε την Αθήνα όταν από τους τοπικούς άρχοντες προτάθηκε να χτιστούν τα καινούργια ανάκτορα πάνω στην Ακρόπολη. Περίπου δηλαδή να «ανακαινιστεί» και να τροποποιηθεί ο Παρθενώνας. Ο Λουδοβίκος το θεώρησε μεγάλη ύβριν και απέρριψε μετά βδελυγμίας την πρόταση. Και, σύμφωνα με τον αστικό θρύλο, προκειμένου να προσδιοριστεί το σημείο με το πιο εύκρατο μικροκλίμα ώστε να χτιστούν εκεί τα ανάκτορα, άφησαν από ένα κομμάτι ωμό κρέας σε διάφορα σημεία της πόλης, υποθέτοντας ότι στο σημείο όπου θα αργούσε περισσότερο να σαπίσει θα επικρατούσαν οι καλύτερες κλιματικές συνθήκες. Για την Ιστορία, το σημείο αυτό ήταν εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η Βουλή και όπου, παλαιότερα, ήταν το παλάτι.
Η σύγχρονη πόλη έγινε σε σχέδια των αρχιτεκτόνων Σταμάτη Κλεάνθη και Εντουαρντ Σάουμπερτ, ενώ αργότερα ο Τσίλλερ ανέλαβε να χτίσει κάποια από τα πιο σημαντικά κτίριά της. Μιλάμε δηλαδή για εξευρωπαϊσμό και αστικοποίηση με το στανιό αυτού του άναρχου χωριού που ήταν χτισμένο πάνω σε αρχαία ερείπια και «διέσωζε» σε κτίρια και μνημεία τα αποτυπώματα όλων των κατακτητών του. Ρωμαίων, Ενετών, Οθωμανών. Και είναι αυτό το σύνολο των διαφορετικών στοιχείων αισθητικής και κουλτούρας όπου το ένα προβοκάρει αλλά και, συγχρόνως, αναδεικνύει το άλλο, που κάνει την πόλη γοητευτική, που καλλιεργεί σε εμάς τους κατοίκους της αυτό το «αγαπόμισος». Τη μια να ασφυκτιούμε, να τσιτάρουμε, να μην την αντέχουμε, και την άλλη μια τυχαία ματιά στην εικόνα της Ακρόπολης, έτσι όπως φαίνεται να αναδύεται στο τέρμα της Πατησίων, ένα μισογκρεμισμένο νεοκλασικό στα Κάτω Πατήσια, μια διήγηση για τα λογοτεχνικά καφενεία μιας άλλης εποχής, ένα πλάνο της Σταδίου από κάποια ταινία του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, και είναι σαν να ξαναγυρνάς σε εκείνους τους ανεξίτηλους πρώτους νεανικούς έρωτες.
Η πόλη σήμερα
Στην πρωτεύουσα «έσκασαν» όλες οι μεταπολεμικές πληγές της Ελλάδας. Σε λίγες εβδομάδες συμπληρώνονται ογδόντα χρόνια από τα Δεκεμβριανά και τις μάχες της Αθήνας που κατέστρεψαν όχι μόνο κτίρια αλλά και την αθωότητά της. Και, στη συνέχεια, η εσωτερική μετανάστευση ευνόησε την αντιπαροχή που, σίγουρα, συνέβαλε αρνητικά και καθοριστικά στην όψη της, όμως ας μου πει κάποιος άλλο τρόπο στέγασης όλων εκείνων που έρχονταν στην Αθήνα για μια υποτυπωδώς καλύτερη ζωή αλλά και για να ξεφύγουν από το πολιτικό παρελθόν τους που, μετά τη λήξη του Εμφυλίου, τους περιθωριοποιούσε στις τοπικές κοινωνίες τους.
Η Αθήνα μεγάλωσε, «μπούκωσε», δεν μας χωράει πια, αλλά την αγαπάμε ακόμη. Και σίγουρα περισσότερο από τον δήμαρχό της Χάρη Δούκα, που θεωρεί την επιμέλειά της πάρεργο και προκρίνει την υποψηφιότητά του για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αφήνοντας την πόλη στο έλεος των σκουπιδιών και των φρακαρισμένων φρεατίων της.
*Τίτλος συλλογής κειμένων του Κώστα Ταχτσή