Η ποιητικότητα ορισμένων λέξεων που μας έρχονται από μακρινούς καιρούς είναι ανεκτίμητη. Εύηχες, κομψές, ρυθμικές, μοιάζουν να ανασηκώνουν το κείμενο από τη μονοδιάστατη επιφάνειά του και να του μαθαίνουν να στροβιλίζεται και να χορεύει στον αέρα. Δεν είναι αυτή η πρώτη εικόνα που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε ή διαβάζουμε για έναν «πολυέλαιο», περίτεχνα φτιαγμένο από φυσητό γυαλί το οποίο δουλεύτηκε από τα χέρια κάποιου μάστορα της Βοημίας τον 18ο αιώνα;
Και αν ταξιδέψουμε ακόμη πιο μέσα στα βάθη της ιστορίας της ύλης και φτάσουμε στις απαρχές της υαλουργίας των ρωμαϊκών χρόνων θα είναι η διαφάνεια του γυαλιού μία ιδιότητα που θα απασχολήσει τους στοχαστές που παρατηρούσαν τα φυσικά φαινόμενα γύρω τους αναζητώντας εξήγηση για τον κόσμο. Ο ποιητής και φιλόσοφος Λουκρήτιος στο «Περί της Φύσεως των Πραγμάτων» αναλογίστηκε για τις ιδιότητες που μας επιτρέπουν να βλέπουμε μέσα από το γυαλί αλλά όχι μέσα από άλλα υλικά, γράφοντας ποιητικά: «Αν και η φωνή μπορεί να περάσει αλώβητη μέσα από τους ελικοειδείς πόρους των πραγμάτων, οι εικόνες όμως αντιτείνονται, γιατί αυτές κατακερματίζονται – εκτός αν ρέουν μέσα από περάσματα που δεν λυγίζουν, όπως αυτά του γυαλιού, όπου όλα τα άτομα επιταχύνουν την πτερωτή τους πτήση».
Ο βυζαντινός αξιωματούχος ποιητής Παύλος ο Σιλεντιάριος το 563 στην «Εκφραση της Αγίας Σοφίας» (με πρόθεση να κολακεύσει τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό) περιγράφει τον φωτισμό του ναού αναφέροντας πως καμία λέξη δεν είναι αρκετή για να περιγράψει τον φωτισμό του ναού κατά τη διάρκεια του απογεύματος: «Ισως κάποιος να έλεγε ότι ένας νυκτερινός ήλιος περιλούζει με φως το μεγαλοπρεπές οικοδόμημα». Και συνεχίζει με τον χορό των κεριών πάνω από τα κεφάλια των πιστών.
Ενώ σήμερα, απλά ένα ηλεκτρονικό δελτίο Τύπου μας πληροφορεί με χαρακτηριστικό κείμενο παραδοσιακού μάρκετινγκ για το γλυπτό-φωτιστικό που πρόσφατα τοποθετήθηκε στην οροφή κεντρικού ξενοδοχείου της Πλατείας Συντάγματος. Και προβάλλει σαν κόσμημα ενός αφιλόξενου, απρόσωπου – αν και υπερπολυτελούς – χώρου υποδοχής την εγκατάσταση από γυαλί των 21 μέτρων που έφτασε στην Αθήνα από τη Βοημία.