Το γεγονός ότι άνθρωποι με γνώση της αγοράς ακινήτων έσπευσαν να υπογραμμίσουν ότι η εξαγγελία νέου μεγάλου προγράμματος χαμηλότοκων στεγαστικών δανείων για αγορά πρώτης κατοικίας θα οδηγήσει – καθώς δεν συνδυάζεται με αύξηση της προσφοράς ακινήτων – σε νέο γύρο αυξήσεων στις τιμές των ακινήτων, έρχεται να υπογραμμίσει πόσο σύνθετο είναι το φαινόμενο της στεγαστικής κρίσης – γιατί με αυτούς τους όρους πρέπει πλέον να μιλάμε – στη χώρα μας και γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αποσπασματικά μέτρα. Το ίδιο ισχύει και με την ανακοίνωση μέτρων περιορισμού στις βραχυχρόνιες μισθώσεις μόνο σε συγκεκριμένες περιοχές και με ορατό το ενδεχόμενο απλώς η ζήτηση να μετακινηθεί σε άλλες περιοχές επεκτείνοντας το πρόβλημα.

Η χώρα μας δεν είναι προφανώς εξαίρεση και ως προς αυτό το ζήτημα ακολουθεί διεθνείς τάσεις, που στο όριό τους διαμορφώνουν πραγματικά εισοδηματικά φράγματα ως προς το εάν κανείς μπορεί σε συγκεκριμένες μεγάλες πόλεις να αποκτήσει αξιοπρεπή κατοικία, αποτελώντας βασική πλευρά της σημερινής «κρίσης κόστους ζωής». Το ίδιο το γεγονός ότι σήμερα στη χώρα μας ένα μεγάλο μέρος της επενδυτικής δραστηριότητας αφορά το real estate έρχεται να επιτείνει τέτοιες τάσεις.

Αυτό που απουσιάζει μέχρι τώρα είναι μια σοβαρή συζήτηση για το τι σημαίνει «κοινωνική κατοικία». Γιατί μπορεί η διαχρονική απουσία μεγάλων τέτοιων προγραμμάτων στη χώρα μας να υποκαταστάθηκε για δεκαετίες από τον κατακερματισμό της γαιοκτησίας και αυτό που συνηθίσαμε να περιγράφουμε ως «άναρχη δόμηση», όμως αυτό έφτασε σε προφανή και προβληματικά όρια. Ούτε μπορούμε να θεωρήσουμε λύση την απλή επιδότηση της εισόδου στην αγορά, όταν το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι η αξιοπρεπής στέγαση και διαβίωση οφείλουν να αντιμετωπίζονται πρώτα και κύρια ως κοινωνικά δικαιώματα. Και όταν μιλάμε για κοινωνικά δικαιώματα οφείλουμε να δούμε και πώς αυτά μπορούν να εξασφαλίζονται με όρους μη αγοραίους. Διαφορετικά αυτό που στη μία όψη θα φαντάζει λύση, στην άλλη απλώς θα επιτείνει το πρόβλημα.