Μία φωτογραφία. Θα μπορούσε να είχε δημοσιευτεί σε περιοδικό μόδας. Τόσο όμορφη και φροντισμένη είναι η νεαρή γυναίκα που πρωταγωνιστεί. Το θάρρος της, όμως, ξεπερνά την ομορφιά της. Γιατί η μελαχρινή καλλονή βρίσκεται μέσα σε ένα λεωφορείο στην Τεχεράνη, στέκεται όρθια, ήρεμη και χαλαρή, ακριβώς εκεί που ξεκινά το πίσω κομμάτι του λεωφορείου, αυτό που υποχρεούνται να χρησιμοποιούν οι γυναίκες, και έχει το κεφάλι της ακάλυπτο, δεν φοράει χιτζάμπ. Η φωτογραφία τραβήχτηκε από την ιρανή δημοσιογράφο Γιαλντά Μοερί στις 16 Σεπτεμβρίου του 2023, στην πρώτη επέτειο του θανάτου της 23χρονης Μαχσά Αμινί στα χέρια της «αστυνομίας των ηθών». Είναι μία από τις τελευταίες φωτογραφίες που τράβηξε η Μοερί πριν εγκαταλείψει το Ιράν, αφού πρώτα πέρασε επτά μήνες στη φυλακή για τη συμμετοχή της στην εξέγερση υπό το σύνθημα Γυναίκα, Ζωή, Ελευθερία». Την αναδημοσίευσε στην «Washington Post» αυτή την εβδομάδα, στη δεύτερη επέτειο της εξέγερσης, ο Τζέισον Ρεζάιαν, πρώην ανταποκριτής της εφημερίδας στην Τεχεράνη, επίσης παλιός γνώριμος των φυλακών της, για να τιμήσει, ακριβώς, «τις θαρραλέες γυναίκες της χώρας και τον αγώνα τους να οικοδομήσουν ένα πιο δίκαιο μέλλον για τη χώρα τους».
Περισσότερο ενδιαφέρον και από το σχόλιό του, ωστόσο, είχαν τα σχόλια των αναγνωστών κάτω από αυτό. Γιατί πολλά έκαναν συγκρίσεις ανάμεσα στους ιρανούς μουλάδες και τους αμερικανούς τραμπικούς. Αλλες φορές χαριτολογώντας («Οι γυναίκες πρέπει να μένουν στο πίσω μέρος του λεωφορείου, ε; Μη δίνετε ιδέες στους Ρεπουμπλικανούς», «Γιατί νομίζω ότι οι λέξεις “αστυνομία των ηθών” προκαλούν αναστάτωση στην ευαίσθητη περιοχή του Τζέι Ντι Βανς;») και άλλες με πραγματική ανησυχία («Ο έλεγχος των γυναικών μοιάζει από τα βασικά σημεία ενδιαφέροντος των απανταχού δεξιών θρησκευτικών ζηλωτών. Ελέγχεις τις γυναίκες, ελέγχεις τον πληθυσμό. Γι’ αυτό πολιτικοί που δεν δίνουν, στην πραγματικότητα, δεκάρα για το χιτζάμπ ή την άμβλωση βρίσκουν αυτά τα θέματα ΧΡΗΣΙΜΑ», «Ψηφίστε Ρεπουμπλικανούς τον Νοέμβριο, και μπορεί να έχουμε δικές μας εικόνες γυναικών που ανήκουν και διατάζονται από τους άνδρες»). Σύμφωνα με τον ερευνητικό ιστότοπο ProPublica, τουλάχιστον δύο γυναίκες στην Τζόρτζια πέθαναν επειδή δεν έλαβαν εγκαίρως την απαραίτητη φροντίδα λόγω της αυστηρής νομοθεσίας της πολιτείας για τις αμβλώσεις.
Δύο δίκες. Η μία είναι η δίκη του Ντομινίκ Πελικό και άλλων 50 συγκατηγορουμένων του στην Αβινιόν, έχει λάβει τεράστια δημοσιότητα. Η άλλη διεξάγεται στο κακουργιοδικείο του Παρισιού, στο εδώλιο κάθεται ο Πετέρ Σερίφ, ένας 42χρονος γάλλος βετεράνος της τζιχάντ που πολέμησε στο Ιράκ πριν περάσει επτά χρόνια στο πλευρό της Αλ Κάιντα στην Υεμένη – πιστεύεται ότι αυτός στρατολόγησε τον παιδικό του φίλο Σερίφ Κουασί ώστε να διαπράξει, στις 7 Ιανουαρίου του 2015, από κοινού με τον αδελφό του Σαΐντ Κουασί, την πολύνεκρη επίθεση εναντίον του σατιρικού περιοδικού «Charlie Hebdo». Ο Σερίφ δεν είχε σκοπό να μιλήσει καθόλου στη δίκη του. Την Τρίτη, όμως, προσήλθε να καταθέσει ως μάρτυρας μια μικροκαμωμένη νεαρή γυναίκα με λουλουδάτο πουκάμισο, άλλοτε αιχμάλωτή του. Αρχικά έδειχνε τρομοκρατημένη, έκανε να φύγει, «δεν μπορώ», επαναλάμβανε κλαίγοντας, και μετά μπόρεσε, ένας χείμαρρος από λέξεις, δάκρυα, γέλια και ζωή. Η Φατμά εξαναγκάστηκε από τον ριζοσπαστικοποιημένο αδελφό της να παντρευτεί τον Σερίφ όταν ήταν 17 χρόνων. Κοντά του πέρασε τέσσερις μήνες «βίας» και «βιασμών», μέχρι που βρήκε μια μέρα ξεκλείδωτη την πόρτα και το έσκασε. Δεν τόλμησε τότε να τον καταγγείλει. Την εκδίκησή της την πήρε με άλλο τρόπο, «έχω μια ζωή σταθερή, έναν σύζυγο, δύο παιδιά, έναν σκύλο… Αν θέλω να πιω ένα ποτήρι κρασί, πίνω, αν θέλω να χορέψω, χορεύω… Ελπίζω, χάρη σε αυτή τη δίκη, να βρω τη δύναμη να καταθέσω μήνυση για να γνωρίζουν τα παιδιά μου ότι είμαι μια γυναίκα δυνατή, ότι σώθηκα ολομόναχη, ότι ξανάφτιαξα μόνη μου τη ζωή μου», δήλωσε.
Σπάζοντας τη σιωπή του, ο Πετέρ Σερίφ είπε πως θέλει «να της ζητήσω συγγνώμη, να της πω ότι πράγματι υπέστη αδικίες και ότι χρησιμοποιήσαμε τη θρησκεία ως πρόσχημα για να το κάνουμε. Την ευχαριστώ που με έφερε αντιμέτωπο με την πραγματικότητά μου», δήλωσε, ζυγίζοντας κάθε λέξη. Παράλληλα, «κάλεσε» τη νεαρή γυναίκα να υποβάλει καταγγελία εναντίον του ώστε να «ξορκίσει» τον πόνο της. Και η πρόσκλησή του ακούστηκε σαν άδεια, μια ύστατη προσπάθεια να αποκαταστήσει την εξουσία του πάνω στη γυναίκα που μόλις τον είχε κάνει να χάσει τον έλεγχο του λόγου του.
«Συγγνώμη» ζήτησε στη δίκη της Αβινιόν και ο Ντομινίκ Πελικό, παρότι γνωρίζει πως όσα έκανε, οι συνολικά 92 βιασμοί που επέβαλε στη σύζυγό του καλώντας στην κρεβατοκάμαρά τους αγνώστους ενώ ήταν αναίσθητη, «είναι ασυγχώρητα». Παράλληλα, ωστόσο, η Ζιζέλ Πελικό, αυτή η τόσο θαρραλέα γυναίκα, που ζήτησε να γίνει δημόσια η δίκη ώστε «να αλλάξει η ντροπή στρατόπεδο», υποχρεούται να ακούει εκείνον να επιμένει πως «την αγαπάει» και δικηγόρους συγκατηγορουμένων του να υπονοούν πως τα ‘ξερε / τα ‘θελε / τα ‘παθε.
Ενα συμπέρασμα. Τα τέρατα άλλες φορές μοιάζουν και άλλες δεν μοιάζουν με τέρατα. Η ομορφιά και η γενναιότητα, πάλι, δεν κρύβονται με τίποτα.