Λίγο πριν τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα στη Νέα Υόρκη την επόμενη εβδομάδα και ενόψει της Διάσκεψης του ΟΗΕ για τη Κλιματική Αλλαγή τον Νοέμβριο, ο πρώην γ.γ. του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, ξεσπαθώνει και τελείωσε πλέον η ώρα για δικαιολογίες για τους κύριους ρυπαντές του πλανήτη: τους πλούσιους.
«Η επιλογή είναι σαφής: Είτε διασφαλίζουμε ότι οι πλουσιότεροι θα συνεισφέρουν το μερίδιο που τους αναλογεί στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης είτε όλοι αντιμετωπίζουμε ένα μέλλον όπου οι συνέπειες της αδράνειας θα είναι καταστροφικές» αναφέρει ο Μπαν Κι Μουν σε παρέμβασή του στο περιοδικό Foreign Policy.
Επικαλούμενος πρόσφατα συγκλονιστικά στοιχεία για το κλίμα και τις ευθύνες των πλουσίων, ο Μπαν Κι Μουν μιλάει έξω από τα δόντια
«Ας είμαστε ξεκάθαροι: Το πλουσιότερο 1 % είναι υπεύθυνο για τόση ρύπανση από άνθρακα όσο και τα φτωχότερα 2/3 της ανθρωπότητας, σύμφωνα με την Oxfam. Οι δισεκατομμυριούχοι, μέσω των επενδύσεών τους, παράγουν 1 εκατ. φορές περισσότερες εκπομπές από τον μέσο άνθρωπο».
Ωστόσο, όπως αναφέρει, όταν πρόκειται για τη διόρθωση της κλιματικής καταστροφής, το βάρος φαίνεται να πέφτει σε όλους, εκτός από αυτούς που έχουν τη δύναμη και τους πόρους για να κάνουν ουσιαστικές αλλαγές.
«Κατά μέσο όρο, τα μέλη της G-20 εισπράττουν μόνο το 7,6% των φορολογικών εσόδων τους μέσω των φόρων περιουσίας, σε σύγκριση με το 32,3% από φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες, γεγονός που μετατοπίζει περισσότερο τη φορολογική επιβάρυνση στα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα. Σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Γαλλία, η Ιταλία, το Ην. Βασίλειο και οι ΗΠΑ, οι εξαιρετικά πλούσιοι έχουν χαμηλότερους πραγματικούς φορολογικούς συντελεστές από τον μέσο εργαζόμενο».
Η τρέχουσα προσέγγιση -όπου οι τακτικοί φορολογούμενοι επωμίζονται τα δισ. δολ. που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ζημιών που προκαλούνται από την κλιματική κατάρρευση και την επιδότηση του κόστους κατασκευής νέων υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας- είναι τόσο άδικη όσο και μη βιώσιμη.
Ακόμη πιο ανησυχητικό, για τον ίδιο, είναι ότι οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να χρησιμοποιούν χρήματα φορολογουμένων για να επιδοτούν την παραγωγή ορυκτών καυσίμων. «Μόνο το 2023, ο κόσμος επένδυσε πάνω από 1 τρισ. δολ. σε υποδομές ορυκτών καυσίμων. Οι εταιρείες έχουν διπλασιάσει τη βρώμικη ενέργεια, δίνοντας προτεραιότητα στα κέρδη έναντι των ανθρώπων και του πλανήτη. Οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου ξοδεύουν μόνο το 2,5% περίπου του κεφαλαίου τους σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας» λέει.
Τα τρία μέτρα του Μπαν Κι Μουν
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, ο πρώην. γενικό γραμματέας του ΟΗΕ προτείνει τρία βασικά μέτρα.
Πρώτον, λεέι ότι τα κράτη θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι οι εξαιρετικά πλούσιοι πληρώνουν μεγαλύτερους φόρους εισοδήματος και περιουσίας. Όπως λέει χαρακτηριστικά, σε χώρες υψηλού εισοδήματος, μόνο ένας μέτριος φόρος περιουσίας θα μπορούσε να αποφέρει περισσότερα από 1,2 τρισ. δολ. ετησίως.
Δεύτερον, προτείνει στις κυβερνήσεις να επιβάλουν μόνιμους φόρους στα κέρδη των εταιρειών ορυκτών καυσίμων και άλλων μεγάλων ρυπογόνων που εδρεύουν ή δραστηριοποιούνται στις χώρες τους—καθώς και στις πληρωμές των μετόχων τους. «Οι 21 μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων αναμένεται να προκαλέσουν κλιματικές βλάβες μεταξύ 2025 και 2050 που θα κοστίσουν 5,4 τρισ. δολ.. Εν τω μεταξύ, το 2021 και το 2022, μόλις 45 ενεργειακές εταιρείες εισέπραξαν κατά μέσο όρο 237 δισ. δολάρια ετησίως» προσθέτει.
Τρίτον, συστήνει οι κυβερνήσεις να υποστηρίξουν διεθνείς συμφωνίες στην σύνοδο του Νοέμβρη (COP29) και σε άλλα φόρα του ΟΗΕ για τον συντονισμό της φορολογίας των ρυπαινόντων και την κάλυψη της ανάγκης του παγκόσμιου Νότου για χρηματοδότηση για το κλίμα και την ανάπτυξη. Οι φόροι στους πλουσιότερους ρυπαίνοντες και ο αναπροσανατολισμός των επενδύσεων σε πράσινες πρωτοβουλίες δεν είναι μόνο λογικοί αλλά και ουσιαστικοί, καταλήγει.