«Το ζήτημα της δημοκρατίας μπορεί να φαίνεται αυτονόητο για εμάς στη Νορβηγία ή αλλού στην Ευρώπη. Αλλά δεν είναι. Και οι δύο ιρανοί καλλιτέχνες, με τους οποίους ανοίγει η ενότητα “Wings of democracy” εδώ στο Μπούντα το δείχνει με τρόπο ξεκάθαρο, πιστεύω». O Οντ Εμιλ Ινγκεμπρίγκτσεν, δήμαρχος των 50.000 κατοίκων της νορβηγικής πόλης είναι ταυτόχρονα και ο δήμαρχος μίας από τις τρεις φετινές Πολιτιστικές Πρωτεύουσες της Ευρώπης.
Το Μπούντα μοιράζεται τον τίτλο με το Τάρτου της Εσθονίας και το Μπαντ Ισλ της Αυστρίας. Το απόγευμα που ο δήμαρχος προλογίζει την έκθεση του ιρανού Partin Bastan και της γυναίκας του Marjan Najafi είναι μια ημέρα κανονική για την παραθαλάσσια πόλη, η οποία απέχει ένα χιλιόμετρο από το αεροδρόμιο. Ο ήλιος χαρίζει μία από τις μάλλον τελευταίες λαμπερές ημέρες του Σεπτεμβρίου (ήδη τώρα που γράφουμε η βροχή είναι ο κανόνας στο Google Weather). Οι ξένοι επισκέπτες – αντιληφθήκαμε περισσότερους Γερμανούς, Ιάπωνες και λιγότερους Ισπανούς – περιφέρονται στις πεζοδρομημένες διαδρομές και κάποιοι μπαίνουν στην γκαλερί της οδού Storgata, όπου πραγματοποιείται η έκθεση. Λίγο αργότερα θα παραδοθούμε όλοι στο συνηθέστερο φυσικό στοιχείο της εποχής: τον άνεμο.
Η ενότητα της δημοκρατίας κυριαρχεί αυτή την περίοδο: στην αντίστροφη μέτρηση, δηλαδή, των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, οι οποίες «τρέχουν» μέχρι την εκπνοή της χρονιάς. Μία ημέρα μετά την έκθεση, για παράδειγμα, σειρά έχει η συγκέντρωση των κοινοτήτων στο Πολιτιστικό Κέντρο του Μπούντα. Εκεί όπου αφγανοί πολίτες δοκιμάζουν τα γλυκά και τις τάρτες των Φιλιππινέζων και οι Σομαλοί τραγουδούν και χορεύουν προς τέρψη όλων. Στο κοντινό Μουσείο Bådåddjo/Buvvda η Τριενάλε Sápmi ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο: την κουλτούρα των νομάδων Σάμι και το «τραύμα» για το επίσημο νορβηγικό κράτος – ναι, κουβαλούν και οι Σκανδιναβοί τραύματα μέσα στη νιρβάνα που οι άλλοι έχουν χτίσει γι’ αυτούς.
Ηδη από την αρχή της εικαστικής έκθεσης η επιγραφή εισάγει τον επισκέπτη σε έναν κόσμο όπου μία κοινότητα έπρεπε να επιβιώσει μέσα στη φύση, αλλά και στα όρια του νόμου που επέβαλε η εθνική πολιτική από τα μέσα του 19ου αιώνα. «Οι γλώσσες των Σάμι έπεσαν σε αχρησία σε πολλά μέρη» διαβάζουμε εκεί. «Πολλοί σταμάτησαν να αυτοπροσδιορίζονται ως Σάμι και εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους… Η ισχυρή πίεση να “νορβηγοποιηθούν” οδήγησε πολλούς Σάμι να πιστέψουν ότι ήταν απαραίτητο ώστε να έχουν κάποιο μέλλον». Κι όμως, το άλμα στο μέλλον περιείχε μεγαλύτερη αισιοδοξία. Σήμερα το άρθρο 108 του νορβηγικού Συντάγματος ορίζει ότι το ίδιο το κράτος δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για τη διατήρηση και ανάπτυξη της νομαδικής κουλτούρας των Σάμι. Γι’ αυτό και πολλαπλές όψεις της ιστορίας τους βρήκαν θέση σε πολλές από τις συνολικά 1.000 και πλέον εκδηλώσεις της διοργάνωσης.
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. Καθώς τα σύννεφα αλλάζουν χρώματα στις πρώτες απογευματινές αντανακλάσεις του αρκτικού φωτός (το Μπούντα απέχει 121 χιλιόμετρα από τον Αρκτικό Κύκλο), ομάδες παιδιών κάνουν ποδήλατο ή πατίνι στην προκυμαία μέχρι τον ακριανό φάρο, τουρίστες μπαινοβγαίνουν στην αμερικανική πιτσαρία που λειτουργεί από το 1970, στο μπεργκεράδικο «Gatsby» και την ιρλανδική παμπ. Κάποιους από αυτούς θα συναντήσουμε και στις εκδηλώσεις μαζί με τους ντόπιους, οι οποίοι ανακάλυψαν σταδιακά τι σημαίνει να γίνεται Πολιτιστική Πρωτεύουσα μία επαρχιακή πόλη. Οπως μας λέει η Μαρί Πεϊρέ, επικεφαλής για τα διεθνή ΜΜΕ, στην αρχή μπορεί κάποιοι να έδειχναν μουδιασμένοι ή να περίμεναν την εξέλιξη. Το κομβικό σημείο ήταν η τελετή έναρξης στις 3 Φεβρουαρίου, σε συνεργασία με το βερολινέζικο γραφείο Phase7. «Ηταν σαν να έφερε ηλεκτρισμό σε όλη την πόλη με τους κατοίκους συγκεντρωμένους γύρω από τη μαρίνα» λέει στο «αρχηγείο» του θεσμού όπου τη συναντάμε.
Το αφήγημα των εκδηλώσεων, άλλωστε, που άρχισε να ξετυλίγεται αφορούσε όσο το δυνατόν περισσότερους, προσαρμοσμένο και αυτό στις ανάγκες της συμπερίληψης έχοντας πίσω του έναν προϋπολογισμό σχετικά συγκρατημένο: περίπου 25,5 εκατομμύρια ευρώ. Οι προηγούμενοι επισκέπτες, της άνοιξης και του καλοκαιρού, πρόλαβαν τις ορεινές περιηγήσεις στην επαρχία
Nordland – εκεί όπου ανήκει το Μπούντα, περίπου στη μέση της Νορβηγίας – την ίδια στιγμή που μέσα σε παραδοσιακές καλύβες (Cabins of Culture) οργανώνονταν βραδιές μουσικής ή πριβέ μαθήματα σκίτσου. Συρμοί τρένων διέσχιζαν την επαρχία μεταφέροντας τους επιβάτες σε τόπους με ιστορικό ενδιαφέρον (The Trail Way) ενώ καλλιτέχνες έδιναν περφόρμανς μέσα στις κουκέτες. Κι ύστερα ήταν η ώρα του Midsummer: η θερινή περίοδος όπου το φως δεν σβήνει ποτέ. Η «εξωτική» Νορβηγία δεν θα μπορούσε να λείπει λοιπόν από τις εκδηλώσεις, όπου πρωτοστάτησε η εταιρεία Walk the Plank από το Λονδίνο. Το ίδιο και η γαστρονομική ιστορία, με κορυφαία εκδήλωση το Φεστιβάλ Αρκτικού Φαγητού, σημείο συνάντησης όπου κάτοικοι και επισκέπτες μπορούν να δοκιμάσουν προτάσεις θαλασσινών από διακεκριμένους σεφ φτιαγμένες με τα πιο ταπεινά υλικά της περιοχής (δεν το λέμε εμείς, μας το είπαν και από τη διοργάνωση ότι ήταν κρίμα που φεύγαμε από το Μπούντα την ημέρα που ξεκινούσε…).
ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΚΤΙΡΙΑ. Κάποια στιγμή αργά το βράδυ, όταν η ενέργεια της ημέρας σβήνει και οι διαδρομές πληθαίνουν έξω από εστιατόρια και μπαρ, το logo στα μπάνερ της διοργάνωσης μοιάζουν με τμήμα υπαίθριας εγκατάστασης. Το ίδιο και η γυάλινη βιβλιοθήκη της πόλης, που μοιάζει με ανοιχτό βιβλίο και κέρδισε το Νορβηγικό Βραβείο Αρχιτεκτονικής το 2014. Στις επιφάνειες της πρόσοψης αντανακλά το φως που έχει εγκλωβιστεί στα νερά της περαστικής βροχής. Είναι μια εικόνα που ταιριάζει στην πόλη η οποία διατηρεί τον χαρακτήρα της ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Μία από τις πολλές ευρωπαϊκές πόλεις που έπρεπε να επανεφεύρουν την ταυτότητά τους από το μηδέν, καθώς τον Μάιο του 1940 είχε ισοπεδωθει από την αεροπορική επιδρομή της ναζιστικής Λουφτβάφε και 3.500 κάτοικοι – από τους συνολικά 6.000 – έχασαν τα σπίτια τους. Κατά μία έννοια, λοιοπόν, και αυτή η Πολιτιστική Πρωτεύουσα συμπυκνώνει την ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης. Την αναγέννηση μέσα από τα ερείπια και την υπόσχεση της επιβίωσης, η οποία φτάνει θριαμβικά έως το 2024. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Innovation Norway και της Statistics Norway ο αριθμός των επισκεπτών στην περιοχή αυξήθηκε κατά 25% το περασμένο καλοκαίρι μέσα σε έναν χρόνο. «Ακόμη και τώρα, τον Σεπτέμβριο, η γενική εικόνα δείχνει ότι τα ξενοδοχεία μας είναι σχεδόν πλήρως κλεισμένα. Περιμένουμε μήπως απελευθερωθούν μεμονωμένα δωμάτια από μέσα σε μέρα» μου λέει η νεαρή ρεσεψιονίστ στο Comfort Hotel. Είναι ένα από τα κτίρια που ξεχωρίζουν στην κορυφογραμμή του Μπούντα μαζί με το Radison Hotel και τη γειτονική λοφοσειρά. Ηδη από το 2014 η πόλη είχε αποκτήσει τη λευκή συναυλιακή αίθουσα Stormen των 900 θέσεων, ενώ την ίδια χρονιά χτίστηκε η Βιβλιοθήκη. Τη σειρά τους θα πρέπει να περιμένουν το 2029 το καινούργιο γήπεδο για την τοπική ομάδα FK Bodø/Glimt – πολλά τα σημαιάκια που ανεμίζουν έξω από τα σπίτια των Νορβηγών – αλλά και το νέο αεροδρόμιο, που αναμένεται το 2030.
Τελευταία εικόνα πριν αναχωρήσουμε για το υπάρχον: ο Craig Alibone, «πρεσβευτής» της σοκολατοποιίας Βαλρονά και ιδιοκτήτης της πολυσύχναστης πατισερί στο κέντρο της πόλης ρωτάει τη χώρα προέλευσης του γράφοντος για να μάθει μέχρι πού θα ταξιδέψουν τα μακαρόν που έχει παρασκευάσει με πρώτες ύλες από τη Νορβηγία, όπως το τυρί Brunost.
Ακούγοντας ιστορίες του Ψυχρού Πολέμου
Αφήνοντας πίσω στα περίπου 2 χιλιόμετρα το κέντρο του Μπούντα προχωράω προς το Νορβηγικό Μουσείο Αεροπορίας, εκεί όπου εκτίθενται από ομοιώματα πιλότων F-16 έως ένα Σπιφάιαρ. Η αεροπορία της χώρας έπαιξε κρίσιμο ρόλο στη μεταπολεμική Ευρώπη, ενώ πρόσφατες είναι οι αναμνήσεις των κατοίκων από τη βάση του ΝΑΤΟ, η οποία έκλεισε μετά την επιλογή της πόλης Evenes για τις εγκαταστάσεις του νέου αεροσκάφους F35 Lightning II. Η Μαρί Πεϊρέ μου έχει επισημάνει την έκθεση «Ιστορίες του Ψυχρού Πολέμου», η οποία φιλοξενείται σε μία από τις αίθουσες του Μουσείου. Και πράγματι στον υπόγειο χώρο – κάτω από τα εκθέματα για τις μεγάλες ερευνητικές αποστολές στον Βόρειο Πόλο – οι επισκέπτες μπορούν να διαθέσουν όσο χρόνο θέλουν ακούγοντας ιστορίες. Οχι όποιες κι όποιες. Αλλά ιστορίες από ανθρώπους που έζησαν τον Ψυχρό Πόλεμο και τα απόνερά του στο Μπούντα, την Εσθονία, τη Σκωτία, το Βερολίνο και την Κοπεγχάγη. Να στην επιδαπέδια οθόνη ο 90χρονος Ρέιν Κάλντμα από το εσθονικό Τάρτου – η άλλη Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 2024 –, ο οποίος είχε υπηρετήσει το 1954 – 1959 στο τότε σοβιετικό Ναυτικό, στην Κρονστάνδη και στο Σεβερομόρσκ του απώτατου Βορρά. «Θυμάμαι την ψύχωση να απλώνεται ολόγυρα… Η προπαγάνδα προειδοποιούσε συνεχώς ότι θα γίνει εισβολή στην ΕΣΣΔ και ότι για όλα φταίνε οι Αμερικανοί και ο καπιταλισμός». Και η Jonette Braathen από το φιλόξενο Μπούντα, δύο γενιές αργότερα, καταλήγει: «Ζούσαμε σε έναν κόσμο που έμοιαζε ψυχικά ασταθής και σαλεμένος».
Πρόσωπα του Μπούντα
Joakim Nordvik 21 ετών
συντονιστής στο πρόγραμμα yoUNG2024
Γεννήθηκα στο Μπούντα. Ακουσα για την Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 2019, όταν πάνω-κάτω ξεκίνησε η διαδικασία για την υποβολή της υποψηφιότητάς μας. Ημουν ήδη εθελοντής σε πολιτιστικές εκδηλώσεις στη γενέτειρά μου, οπότε δήλωσα ενδιαφέρον από την αρχή. Στο πρόγραμμα για τη Νεολαία, το «yoUNG2024», συμμετείχα αρχικά ως παραγωγός και στη συνέχεια ως συντονιστής της ομάδας στην επαρχία μας, η οποία αριθμεί 140 νέους και νέες. Μέσα από τις δράσεις θέλουμε να εξασφαλίσουμε ότι η νεολαία μπορεί να έχει πρόσβαση σε διαφορετικές ευκαιρίες για να μάθει και να αγαπήσει την πόλη, ώστε να περιοριστεί ένα πρόβλημα που μας απασχολεί όλους εδώ: η φυγή στις μεγάλες πόλεις του νορβηγικού Νότου, όπως το Οσλο. Γι’ αυτό δουλεύουμε πολύ με τα δίκτυα της πόλης. Θέλουμε να αξιοποιήσουμε οποιαδήποτε δυνατότητα για τους νέους, να μοιραστούμε τη γνώση και έτσι να εξασφαλίσουμε ότι κάτι θα παραμείνει ως άυλη κληρονομιά μετά το τέλος του θεσμού. Γι’ αυτό επίσης επιμένουμε στην ανάπτυξη των ικανοτήτων μας σε εταιρείες για την εκμετάλλευση της γνώσης και των πληροφοριών.
Maria HerNes Baer 37 ετών
συντονίστρια για το πρόγραμμα των Σάμι
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μπούντα, ενώ η μητέρα μου κατάγεται από το Καρασόκ, την πόλη όπου βρίσκεται το Κοινοβούλιο των Σάμι. Πήρα πτυχίο και μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Ανθρωπολογία από τα Πανεπιστήμια του Τροντχάιμ και του Οσλο, με βασικό πεδίο ενδιαφέροντος την ταυτότητα των Σάμι. Για τον ίδιο λόγο συνέχισα την έρευνα στη Νέα Υόρκη, όπου η έννοια των «ιθαγενών» είναι προφανώς σημαντική. Εχω καταλάβει ότι η κουλτούρα των Sapmi είναι τοπική, αλλά την ίδια στιγμή αναφέρεται σε μια νομαδική αίσθηση της ζωής σε διαφορετικά σημεία του πλανήτη – και φυσικά πολλά πράγματα συμβαίνουν στα social media. Οταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, ο πατέρας μου είδε την αγγελία μιας νέας θέσης εργασίας στη Βιβλιοθήκη του Μπούντα και εκεί είδα για πρώτη φορά την πρόθεση της πόλης να γίνει Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Στη συνέχεια έψαξα τη θέση της συντονίστριας για το πρόγραμμα που αφορά τους Σάμι αφού το συζήτησα με την οικογένειά μου. Φυσικά είναι κάτι για το οποίο νιώθω περήφανη μέχρι σήμερα. Οταν τελειώσει το πρόγραμμα με περιμένει η δουλειά στη Βιβλιοθήκη. Αλλά θα νιώθω ότι έχω προσφέρει ώστε οι κοινότητες της πόλης να αποκτήσουν ορατότητα και να εισακουστούν πέρα από τα στερεότυπα.
Henrik Dagfindur 40 ετών
διευθυντής προγράμματος Bodø2024
Κατάγομαι από το Οσλο και έχουμε μετακομίσει με τη φίλη μου στο Μπούντα από το 2013. Ακουσα για την προετοιμασία της πόλης μετά το 2017 και σκέφτηκα αμέσως ότι υπάρχει κάτι ενδιαφέρον εδώ, καθώς ήμουν κι εγώ μουσικός. Σκέφτηκα ότι οποιοδήποτε καλλιτεχνικό πρότζεκτ είχε μεγάλη σημασία έχοντας ήδη μια αίσθηση από το Σταβάνγκερ, που υπήρξε Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 2008. Νομίζω ότι το σημαντικότερο κομμάτι από το πρόγραμμα είναι οι διασυνδέσεις μεταξύ των κατοίκων, η ανταλλαγή εμπειριών και η ενδυνάμωση των δικτύων. Πλέον γνωρίζουμε πώς να συνεργαστούμε εντός και εκτός Μπούντα και να διατηρήσουμε τις επαφές μας μέσα στην κοινότητα και σε διεθνές επίπεδο. Η βασική ιδέα για να πετύχουμε ήταν μια αρχική εξίσωση: ότι οι «συνάψεις» κάθε είδους οδηγούν σε καλές επιδόσεις και επίπεδο ικανοτήτων. Βρισκόμαστε μακριά από το Οσλο και τις Βρυξέλλες, γι’ αυτό χρειαζόμαστε τις γέφυρες.
Partin Bastan, Marjan Najafi
Ιρανοί καλλιτέχνες
Προερχόμαστε από ένα καθεστώς που καταπιέζει τις ελευθερίες των ανθρώπων και τους διώχνει μακριά. Στο Μπούντα βρήκαμε ένα φιλόξενο μέρος που μπορεί να νιώσει τις ανησυχίες και άλλων που αγωνιούν για τη δημοκρατία. Στην έκθεση «Wings of democracy» το ομότιτλο γλυπτό, που απεικονίζει φτερά να πετούν από τα χέρια την ώρα που ρίχνουν την ψήφο, συμβολίζει τη δύναμη της ατομικής ευθύνης και ελευθερίας. Μέσα σε έναν κόσμο όπου η δημοκρατία αντιμετωπίζει συνεχώς προκλήσεις το μήνυμα πρέπει να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερες κατευθύνσεις.