Παλιότερα, στα φοιτητικά χρόνια, τότε που ο Ανδρόνικος έκανε τις ανασκαφές και τις μεγάλες, παγκόσμιας σημασίας αποκαλύψεις του στη Βεργίνα, έβγαιναν οι γνωστές οργανώσεις και έλεγαν: εδώ ο λαός πεινάει κι ο Καραμανλής δίνει λεφτά στον Ανδρόνικο για ανασκαφές; Τώρα ακούς κάτι ανάλογο: γιατί να δίνουμε τόσα δισ. στα Rafale; Να τα δώσουμε για να πάρουμε λεωφορεία. (Ο λαός πεινάει πάντα). Ακόμα και στις ωραίες εποχές της πράσινης ευδαιμονίας, τότε που τα πακέτα από την Ευρώπη γίνονταν ιπτάμενα γαρίφαλα στα σκυλάδικα, μεζονέτες και επαρχιακά τζιπ, κάποιοι της 17Ν σκότωναν κόσμο, διότι ο «λαός πεινούσε». Παρά τις εκτεταμένες μπιροκοιλιές και την ενδημική παχυσαρκία, πάντα πεινάει ο λαός, βρέξει – χιονίσει μυρίζει το χνώτο μας απ’ την πείνα, άσχετα αν δεν βρίσκεις, ούτε με μέσον, τραπέζι σε ταβέρνα και, πλέον, δεν βρίσκεις πάρκινγκ ούτε σε βουνό.
Πεινάμε. Ο λαός πεινάει έξω από την Ιστορία και την πραγματικότητα. Στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή. Αυτό το φαντασιακό μελό συνεχίζεται, είναι παντός καιρού και εκτρέφει την ιδεολογική ψύχωση ουκ ολίγων – σκεφτείτε, δε, πόσο πρέπει να υποφέρει αυτός ο ελληνικός λαός από την πείνα και τη στέρηση, όταν επιπλέον βλέπει κάθε μέρα στην τηλεόραση ένα σωρό εκπομπές για τη μαγειρική, και μάλιστα ανθρώπους να φτιάχνουν τις πιο ακριβές κι εξεζητημένες συνταγές, τα πιο σπέσιαλ γλυκά, τις ωραιότερες σπανακόπιτες – μιλάμε για κανονικό τηλεοπτικό μαζοχισμό από τα «βοθροκάναλα» που δεν σέβονται την κατοχική πείνα του λαού ο οποίος ξεραίνει το περίττωμά του και το ξαναμαγειρεύει βάσει της νέας συνταγής Σκαρμούτσου που είδε το πρωί στη τηλεόραση, συν ολίγο μπαλσάμικο.
Εντάξει, ορέ παίδες, είπαμε να δραματοποιούμε τα πράγματα, για να ταιριάξουν με το μοντέλο που έχουμε κατασκευάσει στο μυαλό μας από το 1920, αλλά όχι κι έτσι – καταρχήν τότε δεν χρησιμοποιούσαν μπαλσάμικο. Αλλά δεν επικαλούνται την ίδια ρητορική μόνο κάποιοι εμμονικοί εκτός χρόνου, αλλά ακόμα και πιο χαλαροί πολιτικοί αρχηγοί εκσφενδονίζουν ανάλογα ταξικά κλισέ, καταστροφολογικά, τερατολογικά, λαϊκίστικης φορμαλιστικής προπαγάνδας – ειδικά αν βρεθούν σε αμηχανία λόγου, πετούνε και κάτι για τις ευάλωτες ομάδες, που είναι πάντα ένα καλό, ουμανιστικό ρεφρέν, και ακούγεται ωραία και συμπονετικά στο διηνεκές. (Ως αφορολόγητη ευσπλαχνία).
Και όντως υπάρχουν, βέβαια, ευάλωτες ομάδες, άνθρωποι πιο φτωχοί από άλλους, που δυσκολεύονται και πάσχουν. Αποκλείεται όλοι να έχουμε κάποτε κι από μια Τζάγκουαρ. Αλλά σίγουρα τα πράγματα δεν είναι όπως επί γερμανικής κατοχής, ούτε όπως ήταν στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα – τότε, θυμάμαι, κυκλοφορούσαν κάνα δυο αυτοκίνητα στη γειτονιά και τώρα δεν βρίσκεις να αφήσεις τη Μαρμάρω ούτε πάνω σε ταράτσα. (Αλλά ο λαός συνεχίζει «να πεινάει» πάντα). Η βελτίωση είναι θεαματική, η ανάπτυξη αδιανόητη, έως εξοργιστική, η ψείρα βγήκε στον γιακά, και δεν μπορείς να βρεις να κάνεις ένα μπάνιο στη θάλασσα – έχουν μέσω κομπιούτερ ανακαλύψει οι πάντες και τον πιο μικροσκοπικό και άγνωστο ορμίσκο και τον έχουν καταλάβει, πριν ορμήσουν άλλοι, ανεπιθύμητοι. Ακόμα και στο μπαρ για να πας, πρέπει, ορισμένες μέρες, να έχεις κλείσει από πριν τραπέζι – ή, τουλάχιστον σκαμπό. Αλλά, συνεχίζει ο άλλος: γιατί δίνουμε τα λεφτά στις φρεγάτες και δεν τα δίνουμε στον λαό ν’ αγοράσει μισό κιλό κατσικίσιο «Δωδώνη» παραπάνω στο σουπερμάρκετ – όπως παλιά, πριν απ’ τον πόλεμο με τους Ιταλούς, κάποιοι έλεγαν γιατί αγοράζουμε αεροπλάνα και δεν δίνουμε τα λεφτά στους αγρότες να πάρουν αλέτρια να οργώσουν τη γη; Διότι ο δασύτριχος λαϊκισμός ποτέ δεν πεθαίνει. Και υπάρχουν και σήμερα πολιτικοί που επιβιώνουν εκσφενδονίζοντας τα ίδια πυρότουβλα. Τα ίδια και τα ίδια – αλλά, ευτυχώς, οι περισσότεροι πολίτες έχουν αίσθηση πραγματικότητας, ξέρουν τα όρια, αντιλαμβάνονται τις αλλαγές και βλέπουν με τα ίδια τους τα μάτια κι όχι μέσα απ’ το ιδεολογικό κρανιοκόλλημα.
Ωστόσο, είναι προφανές πως επειδή ο λαός έχει πάψει να πεινάει κάποιοι, εξ αυτού του λόγου, κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς δουλειά. Οπότε ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει προσφεύγουν μονίμως στην παλαιολιθική ταξική μπουγάτσα, ανακυκλώνουν, απαράλλαχτα το ίδιο στερεότυπο, κι αυτό θα ισχύει για πάντα, εφόσον αιωνίως κάποιοι θα είναι πιο φτωχοί απ’ τους υπόλοιπους – για νέο μας το λέτε; Αλλά είναι εντελώς καφενειακό να θέτεις την όποια υπαρκτή φτώχεια εκτός πλαισίου, εκτός σύγκρισης, εκτός συσχετισμών, εκτός συγκυρίας, με απλοϊκό, μαρθαβουρτσικό τρόπο. Εννοώντας πως όλοι οι άλλοι (κι εμείς ο λαός που ξελιγωνόμαστε αιωνίως απ’ την πείνα) είμαστε εντελώς άσπλαχνοι και δεν καταλαβαίνουμε τι μας συμβαίνει – το μόνο που θέλουμε είναι νεκρή την κατσίκα του γείτονα. (Μα, πώς κρατάει την κατσίκα μέσα στο διαμέρισμα;)Αλλά, και πώς, άραγε, θα θεραπευθεί η όποια φτώχεια μην παίρνοντας Rafale;
Αυτό είναι το άλλο, το αφελές, υποτίθεται, ψευδοειρηνιστικό ανέκδοτο της μη εμπλοκής (επλεκτικά βεβαίως) ωσάν να υπήρχαμε μόνοι μας στον κόσμο. Εμείς κι εμείς. Γεωοπολιτική δεν υπάρχει, οι Τούρκοι μας λατρεύουν και οι άλλοι γείτονες είναι παιδιά της εκκλησίας. Κι ό,τι και να γίνει εμείς πεινάμε, και θα πεινάμε πάντα. (Ο λαός). Αυτό είναι το ρεφρέν. Διότι, μεγάλε, χωρίς αυτό, πολλοί τραγουδιστές θα μείνουν ανεπάγγελτοι.